Μια από τις πρώτες αποκαλύψεις της συνταξιούχου εκπαιδευτικού Νάνσι Στόουκς, στον Λίο Γκράντε, στον νεαρό σεξεργάτη που προσέλαβε για λίγες ώρες ηδονής, είναι πως ποτέ της δεν είχε οργασμό. Ο από διετίας εκλιπών σύζυγός της, ο μόνος ερωτικός της σύντροφος σε μια ζωή που αναλώθηκε στη ρουτίνα της ανατροφής των παιδιών και μιας μάλλον άχαρης δουλειάς, είχε μια αντίληψη ολότελα διεκπεραιωτική για το σεξ, χώρια που «απαγόρευε» τον στοματικό έρωτα ως κάτι υποτιμητικό -εκατέρωθεν.

Από την αρχική τους κιόλας αυτή συνάντηση σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου –θα ακολουθήσουν άλλες τρεις, όλες τους κεκλεισμένων των θυρών και μονάχα η τελευταία στον δημόσιο χώρο ενός ήσυχου ξενοδοχειακού καφέ-, ο Λίο Γκράντε προβάλλει ως ο μηχανισμός βυθομέτρησης της αγκιστρωμένης στο συντηρητικό της παρελθόν 55άρας. Είναι εκείνος που παλεύει να χαλαρώσει τις άμυνές της, να λειάνει τις γωνίες της, να την απελευθερώσει από τους εγκλωβισμούς. Τίποτα πιο εύκολο για έναν ξύπνιο και εμφανίσιμο 25άρη που έχει κάνει τον απενοχοποιημένο σεξουαλισμό της γενιάς του επάγγελμα. Όχι προικισμένος σεξεργάτης απλώς, μα ένας δεινός ψυχαναλυτής της κρεβατοκάμαρας.

Ομως επειδή συμπαθήθηκαν η Νάνσι και ο Λίο θα συναντηθούν ξανά και ξανά, και με αυτά και με άλλα θα βγουν στη μέση όσα κατατρύχουν κι εκείνον. Έχει κι αυτός τα δικά του, και τα δικά τους, αμφοτέρων, αρχίζουν να παραλληλίζονται εντονότερα στο δεύτερο μισό του φιλμ (στις δύο τελευταίες από τις τέσσερις πράξεις), για να υπογραμμιστεί ουσιαστικότερα, πλάι στο χάσμα των φύλων, κι εκείνο των γενεών. Κάτι που κάνει τα πάντα σε τούτο το θεατρίζουσας αντίληψης φιλμ να μοιάζουν υπέρμετρα «προγραμματισμένα», φορσέ, επεξηγηματικά. Αντίστροφα, θαρρείς, στην πορεία απελευθέρωσης που αφηγείται.

Λοιπόν, έχει και ο Λίο τα δικά του, όπως λέγαμε, αλλά τούτο το δράμα χαρακτήρων, το υπογεγραμμένο, άλλωστε, από γυναίκες (των τηλεοπτικής καταγωγής Κέιτι Μπραντ στο σενάριο και Σόφι Χάιντ στη σκηνοθεσία), ανήκει ξεκάθαρα στην Νάνσι. Είναι η δική της ιστορία συμφιλίωσης με το καταπιεσμένο της παρελθόν, τα φαντάσματα των προηγούμενων γενεών, τα προϊόντα των νέων, το πέρασμα του χρόνου, το υπό φθορά αλλά ακόμα ανεξερεύνητο (από την ίδια, πρωτίστως) σώμα της. Κι επειδή όλα αυτά τα ενσωματώνει άψογα η κορυφαία ηθοποιός που λέγεται Εμα Τόμσον, σε εκείνην θα λέγαμε πως ανήκει η ταινία. Είναι το περίσσιο ερμηνευτικό της θάρρος που αναπληρώνει όσο λείπει από την φιλμική κατασκευή.