Ο Τσάνκο Πέτροφ βρίσκει κάποια εκατομμύρια λέβα στις ράγες του σιδηροδρόμου, κατά την καθημερινή του επιθεώρηση. Αποφασίζει να παραδώσει τα χρήματα στην αστυνομία και το κράτος τον επιβραβεύει με μια εκδήλωση προς τιμήν του. Η Τζούλια Στάνκοβα, επικεφαλής Δημοσίων Σχέσεων του Υπουργείου Μεταφορών, παίρνει το παλιό του ρολόι, οικογενειακό κειμήλιο, για να μπορέσει να του απονεμηθεί ένα καινούργιο - δώρο για το ήθος του. Στην πορεία, το νέο ρολόι χαλάει και η Στάνκοβα έχει χάσει το παλιό. Κι εδώ ξεκινά η απεγνωσμένη μάχη του τίμιου εργάτη να επανακτήσει το οικογενειακό του κειμήλιο και τη χαμένη του αξιοπρέπεια.
Δύο χρόνια μετά το πολυβραβευμένο τους «Μάθημα», το σκηνοθετικό και συγγραφικό δίδυμο των Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοφ επιστρέφει με ένα ακόμα μελανό πορτρέτο της βουλγάρικης κοινωνίας, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά έναν απλοϊκό σιδηροδρομικό εργάτη που μετατρέπεται σε απρόθυμο ήρωα-έρμαιο στα πολιτικά παιχνίδια κυβερνητικών υπαλλήλων και δημοσιογράφων, οι οποίοι θα τον χρησιμοποιήσουν ξεδιάντροπα για να εξυπηρετήσουν τις προσωπικές τους σκοπιμότητες, για να τον εγκαταλείψουν λίγο μετά αδιαφορώντας για τις συνέπειες και αγνοώντας ότι έχουν θέσει σε λειτουργία τα γρανάζια μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας.
Καθώς το χαμένο ρολόι, κειμήλιο από τον πατέρα του (ο τίτλος αναφέρεται στην υπαρκτή μάρκα του ρολογιού, αλλά και στην απατηλή και απόλυτα ειρωνική δόξα της «ηρωικής» πράξης του πρωταγωνιστή), μετατρέπεται σε σύμβολο για τη χαμένη του αξιοπρέπεια, ο μοναχικός ήρωας αφήνει την ασφάλεια του χαμόσπιτου όπου μένει με μοναδική παρέα τα κουνέλια του, για να επιδοθεί σε μια ανελέητη –όσο και άνιση– μάχη με τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία, την οποία εκπροσωπεί με ζέση η στυγνή υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του υπουργείου μεταφορών, (αν)ηθική αυτουργός της γελοίας παράτας που θα σταθεί αφετηρία για τα βάσανά του.
Η υπόθεση του «Glory» θα μπορούσε ίσως να εκτυλίσσεται (με τις απαραίτητες προσαρμογές) σε οποιαδήποτε χώρα των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης - και όχι μόνο (το φιλμ αποτελεί, μάλιστα, ελληνοβουλγάρικη συμπαραγωγή), κάτι που δημιουργεί μια αναπόφευκτη αίσθηση déjà vu, όχι μόνο όσον αφορά τα κακώς κείμενα που καυτηριάζει, αλλά και στον τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας του.
Σκηνοθετικά, το φιλμ των Γκρόζεβα και Βαλτσάνοφ δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το σινεμά των αδελφών Νταρντέν ή του Κριστιάν Μουντζίου, στηριγμένο σε μεγάλο βαθμό σε έναν σκληρό ρεαλισμό που στέκεται μάρτυρας απέναντι στις καθημερινές ιλαροτραγωδίες ενός παράλογου κόσμου που με κάθε ευκαιρία δεν διστάζει να παραμερίσει (ή ακόμα και να αφανίσει) τον ανθρώπινο παράγοντα. Μόνο που σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την «Αποφοίτηση» του τελευταίου ή το «Leviathan» του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, δύο ταινίες με τις οποίες παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες τόσο όσον αφορά τη θεματολογία της σύγκρουσης του ατόμου με το σύστημα όσο και την αμεσότητα της κινηματογράφησής του, το «Glory» μοιάζει να χάνει κάποιες φορές την πολυπόθητη επαφή του με την πραγματικότητα, καθώς φαντάζει σε σημεία κατασκευασμένο και αρκετά βολικό ώστε να εκφράσει τις ξεκάθαρες θέσεις των δημιουργών του. Ο αφελής πλην τίμιος εργάτης, η μακιαβελική πιαρτζού, ο στωικός σύζυγός της, ο διεφθαρμένος υπουργός, ο αδίστακτος δημοσιογράφος μοιάζουν ενίοτε περισσότερο με πιόνια-σύμβολα παρά με πραγματικούς χαρακτήρες, σε ένα σενάριο που ταυτόχρονα δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο στο να κάνει ολοένα πιο μίζερη και άβολη τη ζωή του κεντρικού του χαρακτήρα.
Ευτυχώς, οι εξαιρετικές ερμηνείες των Στέφαν Ντενολιούμποφ και Μαργκίτα Γκόσεβα (πρωταγωνιστών και του «Μαθήματος»), στους ρόλους του κατά λάθος ήρωα με το επίμονο τραύλισμα και της δολοπλόκας βασίλισσας του PR, αντίστοιχα, διασώζουν την αληθοφάνεια της ταινίας ακόμα και στις πιο μελοδραματικές και σχηματικές στιγμές. Χάρη σ’ αυτούς, αλλά και στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο των δημιουργών της, αυτή η ζοφερή κοινωνική σάτιρα παραμένει εύστοχη έστω κι αν συχνά βαδίζει σε αναμενόμενα μονοπάτια.