Σε μια άδεια παμπ, ο μεσήλικας Τόνι αφηγείται τον απόλυτο τρόμο που έζησε μια σημαδιακή νύχτα στις εγκαταλειμμένες αποθήκες του εργοστασίου όπου δούλευε ως φύλακας, με πεσμένο το ηλεκτρικό ρεύμα και απόκοσμες φωνές μικρών παιδιών να τον καταδιώκουν.

Στο παράξενα σιωπηλό σπίτι του, ο νευρωτικός έφηβος Σάιμον κλειδώνει την πόρτα του δωματίου του και ανακαλεί το βράδυ που χτύπησε με το αμάξι των γονέων του μια δαιμονική οντότητα σε έναν επαρχιακό δρόμο.

Ο Μάικ, αλαζόνας χρηματιστής, εξιστορεί τις εξωπραγματικές εμπειρίες του στην πολυτελή του βίλα, τη νύχτα που η σύζυγός του νοσηλευόταν στο μαιευτήριο λόγω αιφνίδιων επιπλοκών στην εγκυμοσύνη της.

Τρεις ιστορίες, τρεις υποθέσεις θέασης φαντασμάτων, έτσι όπως τις μαρτυρούν οι αυτόπτες στον ορθολογιστή καθηγητή ψυχολογίας Φιλιπ Γκούντμαν, όταν ο τελευταίος καλείται από ένα παροπλισμένο ίνδαλμά του, πρώην πολέμιο των ψευδομέντιουμ και τώρα φανατικό υποστηριχτή του μεταφυσικού, να τις διερευνήσει.

Με αυτή την «ανάθεση» ξεκινά το θρίλερ τρόμου των Βρετανών Τζέρεμι Ντάισον και Αντι Νάιμαν (που επίσης πρωταγωνιστεί), μέσα από σποραδικές αναφορές στο «βιογραφικό» του Γκούντμαν, σε δικό του voiceover. Κι ενώ νομίζεις αρχικά πως πρόκειται για αφηγηματικό άξονα που εξυπηρετεί απλά τη σπονδυλωτή δομή, βαθμιαία υποπτεύεσαι, κυρίως από τα κενά και τον ημιτελή χαρακτήρα των ιστοριών, πως κάποιο άλλο… πνεύμα πέρα από τα επιμέρους τις ενοποιεί. Ώσπου διαπιστώνεις πως η ταινία είναι ο άξονάς της, πράγματι.

Δεν είναι απρόσμενη η «ανατροπή», ούτε ασυνήθιστη η μορφική λογική που ακολουθεί το συγγραφικό/σκηνοθετικό δίδυμο, το οποίο βάσισε το σενάριο σε ένα επιτυχημένο του θεατρικό, πρωτοανεβασμένο στο Λίβερπουλ το 2010. Όμως δεν είναι απλά το déjà vu που κάνει το σύνολο υποδεέστερο φιλμικά από συγγενικές μελέτες της παραληρηματικής ψύχωσης ή του παραισθητικού επιθανάτιου ρόγχου όπως, για παράδειγμα, το πρόσφατο «Σε Ακολουθεί» του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ ή το παλιότερο «Ξύπνημα στον Εφιάλτη» του Εϊντριαν Λάιν, είναι και η ατσαλοσύνη στο ξεδίπλωμα όλων των πτυχών της (/των) ιστορίας (/ιστοριών) στην κορύφωση της λύσης του μυστηρίου. Ειδικά το τελευταίο δεκάλεπτο, είναι τόσο ιλιγγιώδης -έως και αυθαίρετη- η ανακεφαλαίωση των πληροφοριών που ο εσωτερικός ρυθμός νιώθεις να έχει εντελώς χαθεί.

Μέχρι τότε, ωστόσο, έχεις προλάβει να εκτιμήσεις τη γνώση και την ικανότητα των νεοεμφανιζόμενων στο σινεμά δημιουργών. Την παιδεία τους στην βρετανική παράδοση του φανταστικού (από το εμβληματικό «Βαθιά μέσα στη Νύχτα» του 1945 μέχρι τις ιστορίες τρόμου των στούντιο Χάμερ), την επάρκειά τους στο στήσιμο της ατμόσφαιρας (το πρώτο σκετς, το πιο ανατριχιαστικό) και τη χρήση της υποβολής (το δεύτερο που, ειδικά στην αρχή του, φέρει κάτι από το μυστήριο του επεισοδίου «It’s a good life» του Τζο Ντάντε του «Επόμενος σταθμός: Η Ζώνη του Λυκόφωτος»), το ταλέντο τους στη διεύθυνση των ηθοποιών (αποκάλυψη ο νεαρός Άλεξ Λόθερ, ο Σάιμον του δεύτερου σκετς). Όπως και τη φροντίδα τους στην ανάδειξη οπτικών, λεκτικών, άρα και θεματικών λεπτομερειών (με πρώτη την ιουδαϊκή ανατροφή –και ενοχή- του καθηγητή) που καλείσαι ως θεατής να συλλέξεις αναδρομικά για να συμπληρώσεις το παζλ, αλλά σε δυσκολεύει εν τέλει η δική τους αδυναμία να τις συμμαζέψουν.