Πλέον έχουμε φτάσει σε εκείνο το σημείο κινηματογραφικά που, αν κάποιος επιλέξει να δει (συνήθως σε θερινό σινεμά) μια «γαλλική κομεντί», γνωρίζει τι περίπου να περιμένει: αστεία τα οποία φλερτάρουν επικίνδυνα με το χονδροειδές και τα στερεότυπα, ανατροπές που αφηγηματικά όχι μόνο είναι προφανείς αλλά και μοιάζουν να ανακυκλώνουν σεναριακές ευκολίες δεκαετιών, «χαριτωμένες» ερμηνείες που προσπαθούν με το ζόρι να σερβίρουν κάθε υπερβολή και απιθανότητα που μπορεί να βιώνουν οι ήρωες.

Για αυτό, το «Πού θα Κοιμηθείς Απόψε;» της Αλεξάντρα Λεκλέρ φαινομενικά δεν ξεφεύγει καθόλου από την προηγούμενη συνταγή, συστήνοντας στο κοινό άμεσα την Σαντρίν, μία παντρεμένη εδώ και δεκαπέντε χρόνια μητέρα δύο παιδιών, η οποία ανακαλύπτει ότι ο άντρας της Ζαν διατηρεί εξωσυζυγική σχέση την Βιρζινί, μία ιδιοκτήτη ενός μικρού βιβλιοπωλείου που δε δείχνει να νοιάζεται ή να ανταγωνίζεται στο παραμικρό την παρουσία καμίας συζύγου.

Φυσικά, επειδή πρόκειται για γαλλική κομεντί, η Σαντρίν έχει μια ριζοσπαστική ιδέα: θα προτείνει στην αντίζηλό της να μοιραστούν (ανά μία βδομάδα η κάθε μία) την «κηδεμονία» και το κρεβάτι του Ζαν, εκπληρώνοντας στην ουσία την απόλυτη φαντασίωση του κοινού τους αντικείμενου του πόθου. Επίσης όμως επειδή πρόκειται για γαλλική κομεντί, τα πράγματα δεν πρόκειται να ακολουθήσουν τα αρχικά πλάνα και αυτό που αρχικά έμοιαζε ονειρικό για τον Ζαν, γρήγορα θα καταλήξει εφιάλτης. Και αυτό φυσικά δεν είναι σπόιλερ.

Ούτε είναι σπόιλερ το γεγονός ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του «Που θα Κοιμηθείς Απόψε;», η ταινία πασχίζει πραγματικά να γίνει αστεία, μετατρέποντας τους ήρωές της σε καρικατούρες και ανατρέχοντας (θεωρητικά) πάντα στο slapstick για να προσδώσει μια κωμική χροιά στο συναισθηματικό δράμα τους. Σίγουρα η ταινία της Λεκλέρ δεν διακατέχεται από λεπτότητα ούτε από κοινωνική ενσυναίσθηση (οι σκηνές με τους ομοφυλόφυλους χαρακτήρες της ταινίας προκύπτουν εξαιρετικά άβολες), όμως υπάρχουν στιγμές που πραγματικά δημιουργούν απορία με τον χειρισμό τους, καθώς δε διστάζουν να υποβιβάσουν ή να υποτιμήσουν τους χαρακτήρες για να κερδίσουν έστω και με το ζόρι ένα χαμόγελο αποδοχής, ξεπερνώντας το όριο μιας γνήσιας φαρσικής κωμωδίας παρεξηγήσεων.

Ωστόσο, το παράδοξο είναι ότι ανάμεσα σε αυτό το συνονθύλευμα δυνάμει κωμικών στιγμών και ατυχώς αδύναμων εκβάσεων, η Λεκλέρ αποφασίζει να αντιμετωπίσει ισότιμα τους ήρωές της, χωρίς να τους χωρίζει ξεκάθαρα σε καλούς και κακούς. Για εκείνη, η ερωτική τριπλέτα προχωρά ισάξια στο όποιο παιχνίδι διεκδίκησης, χωρίς να πέφτει στην παγίδα συμπαθητικών και αντιπαθητικών ηρώων. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι η ταινία κάνει ουσιαστική προσπάθεια για να προσδώσει αντιπαθητική χροιά ακόμα και σε ήρωες που υπό άλλη περίπτωση θα είχαν παρουσιαστεί ως τα θύματα της υπόθεσης (πχ τα παιδιά του Ζαν και της Σαντρίν), χωρίς να έχει στους στόχους της να λάβει ηθική θέση ή να υποδείξει το σωστό.

Αυτή η επιλογή είναι που σώζει κιόλας το τελικό αποτέλεσμα, όσο κι αν οι εξελίξεις προχωρούν διαδικαστικά από την μία ακραία ανατροπή στην άλλη, προκαλώντας τους Ντινιέ Μπουρντόν, Βαλερί Μπονετόν και την (χωρίς λόγο συχνά γυμνή) Ιζαμπέλ Καρέ να εξασκήσουν το εύρος των εκφράσεών τους, πασχίζοντας να βρουν συναισθηματική λογική εκεί που το σενάριο την αγνοεί. Γιατί το «Πού θα Κοιμηθείς Απόψε;» δεν είναι μία αναμφισβήτητα καλή, έστω και μέτρια ταινία. Είναι όμως μια ταινία που μέσα από τις ατέλειές της, θέλει να ανοίξει στους κεντρικούς ήρωές της μια πόρτα κατανόησης. Ακόμα κι αν μετά τους ρίξει με φόρα πάνω της.