Για όσους δεν γνωρίζουν την σειρά βιντεοπαιχνιδιών «Five Nights at Freddy's», η οποία ξεκίνησε το 2014 ως ένα μικρό, ανεξάρτητο παιχνίδι το οποίο γνώρισε γρήγορα τεράστια εμπορική επιτυχία, καταλήγοντας σήμερα η σειρά να απαριθμεί τουλάχιστον άλλα 16 παιχνίδια, μαζί με βιβλία που επεκτείνουν την ιστορία τους, η πλοκή της είναι αρκετά απλή.
Η ιστορία των παιχνιδιών αφορά την στοιχειωμένη πιτσαρία «Freddy Fazbear's Pizza», όπου ο παίκτης αναλαμβάνει τον ρόλο ενός νυχτοφύλακα, που πρέπει για πέντε νύχτες να επιβιώσει από τις επιθέσεις των στοιχειωμένων ρομποτικών μασκότ της, τα οποία διψάνε για αίμα.
Ενα σενάριο που στα χαρτιά μοιάζει ως μια εξαιρετικά αλλοπρόσαλλη ιδέα που, αν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, ίσως καταφέρει να σε διασκεδάσει στην πορεία. Αυτό φαίνεται σκέφτηκαν και στο στούντιο του Blumhouse και το έκαναν πραγματικότητα. Και ίσως αυτό να πετύχαινε τον σκοπό του, αν τουλάχιστον κάποιος επικεντρώνονταν περισσότερο στον τρόμο και τις ανατριχίλες που είχε να προσφέρει το συγκεκριμένο video game. Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα καταλήγει να κάνει αυτές τις πέντε νύχτες, παρέα με μια ομάδα θανατηφόρων ρομπότ, να μοιάζουν περισσότερο ότι διαρκούν μια αιωνιότητα και μια μέρα.
Δεν γίνεται να πάρεις στα σοβαρά την ταινία της Εμα Τάμι, όσο και αν κάποιος προσπαθήσει και να έχει την καλή διάθεση να το κάνει. Εξάλλου το σενάριο της ταινίας δεν σου δίνει την ευκαιρία να το κάνεις, γραμμένο μάλλον υπό την επιρροή παραισθησιογόνων, χωρίς να βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Οι ιδέες υπάρχουν αλλά γρήγορα αρχίζουν να χάνουν την δυναμική τους και ήδη μέσα στο πρώτο μισάωρο η ταινία φαίνεται πως τραβάει το σενάριο από τα μαλλιά για να γεμίσει την διάρκειά της, καταλήγοντας γρήγορα κάτι το βαρετό και, κυρίως, καθόλου διασκεδαστικό.
Από τον χαρακτήρα του Τζον Χάτσερσον, ο οποίος στοιχειώνεται από εφιάλτες για τον χαμένο του αδερφό κάτι, που καθώς προχωράει η ταινία, δείχνει ολοένα και περισσότερο να χάνεται μέσα σε έναν παραλογισμό από σεναριακές τρύπες και ανούσια εξέλιξη, μέχρι και το δράμα για την επιμέλεια της αδερφής του, μοιάζουν σαν να προέρχονται από μια τελείως διαφορετική ταινία η οποία δεν έχει να κάνει τίποτα με τα όσα περίμενε κάποιος να δει να εξελίσσονται εδώ. Ακόμα και τα ρομπότ δεν δείχνουν ποτέ τόσο απειλητικά όσο στο παιχνίδι, αλλά περισσότερο ως λούτρινα μάπετς τα οποία θες να τα πάρεις αγκαλιά (ακόμα και όταν μπαίνουν σε killer mode).
Αν αναζητάτε το έστω χαρισματικό καμπ στοιχείο της «M3GAN» ή τουλάχιστον την απενεχοποιημένη διασκέδαση του «Επιστάτη» (η ταινία με τον Νίκολας Κέιτζ η οποία κι αυτή εξελίσσεται μέσα σε ένα παιδικό θεματικό εστιατόριο με θανατηφόρα ρομπότ) δεν θα τα βρείτε εδώ, σε μια ρετρό ατμόσφαιρα αλά «Stranger Things» (η ταινία φαίνεται πως εξελίσσεται στα 90s) που ποτέ όμως δεν της δίνει τις ανατριχίλες που θα περίμενες.
Αποφεύγοντας το οτιδήποτε έχει να κάνει με τον τρόμο και το gore, αφού κινείται μέσα σε ένα αρκετά ασφαλές και αποστειρωμένο PG-13 περιβάλλον, χωρίς την παραμικρή υποψία αιματοκυλίσματος (ή λαδιών – εξαρτάται από ποια πλευρά το δει κάποιος) προκειμένου να μην αποξενώσει τους θεατές μικρότερης ηλικίας, η ταινία έχει χάσει το στοίχημα από την αρχή, Μπορεί ίσως να ικανοποιήσει κάποιους φαν με τα αμέτρητα easter eggs τα οποία υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στην ταινία. Αλλά, ακόμα κι αυτοί, δεν θα βρουν κανέναν λόγο να μπουν στην διαδικασία να κάτσουν πέντε μέρες σε ένα τόσο βαρετό θεματικό εστιατόριο τρόμου. Ούτε καν για δυο ώρες που διαρκεί η ταινία, προσθέτουμε εμείς.