O Aμαντόρ αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στο μικρό φτωχικό χωριό του σε μια ορεινή περιοχή της Γαλλικίας. Οι κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι, όπως και η ηλικιωμένη μητέρα του, αλλά οι παιδικοί του φίλοι και γείτονες προσπαθούν να πιάσουν την καλή κατασκευάζοντας τα ερειπωμένα σπίτια του χωριού για να προσελκύσουν τουρίστες. Ενα όνειρο που στηρίζεται στην φύση που τους περιτριγυρίζει: δάση, πυκνή βλάστηση, ένας ακατέργαστος παράδεισος. Μόνο που η επιστροφή του Αμαντόρ φέρνει αναστάτωση. Ο μεσήλικας άντρας είχε καταδικαστεί ως εμπρηστής. Μπορεί το δικαστικό σύστημα να θεώρησε ότι τμωρήθηκε αρκετά, αλλά μπορούν να τον εμπιστευτούν και οι γύρω του; Ή όταν θα έρθει η φωτιά, γιατί πάντα μία φωτιά θα έρθει, θα είναι αυτόματα ένοχος;

O Ολιβερ Λάσε («You Are All Captains», «Mimosas») από την πρώτη σεκάνς αυτής της τρίτης του ταινίας δηλώνει ξεκάθαρα ποιο μέρος παίρνει: της φύσης. Κινηματογραφεί το ύψος των δέντρων, το θρόισμα των φύλλων, την παχιά τους σκιά με το μεγαλείο που τους αξίζει – αφιερώνοντας αρκετά λεπτά της ώρας πριν ξεκινήσει η δράση. Τη στιγμή που τα δέντρα πέφτουν, το ένα μετά το άλλο, έχει παρέμβει ο άνθρωπος.

Και τότε ο Λάσε ξεκινά να μελετά και την ανθρώπινη φύση. Με όχημα το παρελθόν του ως ντοκιμαντερίστας και χρησιμοποιώντας έναν οργανικό μινιμαλισμό στα πλάνα του και μόνο ερασιτέχνες ηθοποιούς στο καστ του (αριστούργημα τόσο ο πρωταγωνιστής, Aμαντορ Αρίας, αλλά και η μάνα Μπενεντίκτα Σάντσεζ) ο Λάσε παρατηρεί τα μικρά, τα απλά και τα «ασήμαντα» που είναι η ζωή. Από το ψωμί που θα ψήσεις στη θράκα και το χάδι που θα δώσεις στο σκύλο σου μέχρι τον ενοχικό τρόπο που θα πιεις την μπύρα σου στο καφενείο του χωριού ανάμεσα σε ζευγάρια μάτια που σε κρίνουν.

Ακόμα κι όταν η φωτιά θα έρθει και η σκηνοθεσία αποκτήσει μία μεγαλύτερη ένταση, το φόκους δεν είναι στη δράση. Ο Λάσε κρατά σταθερά την κάμερα με μία αδιαπραγμάτευτη θέση σεβασμού προς τη φύση. Ο άνθρωπος στέκεται αδύναμος μπροστά στην καταστροφή, μέσα στη φωτιά είναι μικρός, αλλά ακόμα περισσότερο ανήμπορος κι ένοχος θα αισθανθεί μπροστά στη θέα ενός τραυματισμένου ζώου. Εκεί το σινεμά παρατήρησης του Λάσε, κάνει χώρο σε έναν ελεγειακό λυρισμό: ένα καμμένο άλογο που εμφανίζεται κουτσαίνοντας δίνει εικόνα στις ευθύνες μας.

Οσο κανείς επιτρέπει στις εικόνες του Λάσε να κάψουν κάτι περισσότερο από επιδερμίδα, η ταινία αποκτά κι άλλες αναγνώσεις. Ο γεννημένος στη Γαλλία, αλλά μεγαλωμένος στη Γαλικία σκηνοθέτης, στην λιγότερη πειραματική ταινία της καριέρας του, μιλά και για άλλες πυρκαγιές. Μία οικονομίας που θέλει την παράδοση να δίνει τη θέση της σε πανικόβλητες κι απελπισμένες επιχειρηματικές ιδέες εκμοντερνισμού. Μίας κοινότητας ξεχασμένης από τον κόσμο που όμως αποτελεί πατρίδα για μία χούφτα ανθρώπων. Την ανάγκη να επιστρέψεις στις ρίζες σου, ακόμα κι αν θα ήθελες να τους βάλεις φωτιά και να ανοίξεις τα φτερά σου.

Ο Λάσε κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο στη Θεσσαλονίκη το 2019, ενώ είχε αποσπάσει και το Βραβείο της Επιτροπής του τμήματος «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στις Κάννες, με μία ταινία «μικρή», ήσυχη, δραματικά βραδυφλεγή. Οπως κι όλες οι φωτιές όμως σε αιφνιδιάζει - φουντώνει απότομα κι ανεξέλεγκτα μέσα σου. Και συνεχίζει να σιγοκαίει και μετά τους τίτλους τέλους.