Η Αντρεά, η ηγετική μητριαρχική φιγούρα της οικογένειας έχει τα γενέθλιά της, γίνεται 70, κι όλοι δίνουν το παρών στο υπέροχο, παλιό, πέτρινο πατρικό τους σπίτι. Ο Βενσάν, ο μεγάλος, σοβαρός, υπεύθυνος γιος με τη γυναίκα του και τα δίδυμα γεμάτα ενέργεια αγοράκια τους. Ο μικρότερος, ο Ρομάν, ένας νευρωτικός χαοτικός καλλιτέχνης, αιώνια έφηβος, αιώνια άφραγκος, αιώνια ερωτευμένος με τον έρωτα (αυτή τη φορά τούς έχει κουβαλήσει μία κοπέλα από την Αργεντινή, που γνωρίζει μόνο ένα μήνα). Η έφηβη εγγονή Εμά και το αγόρι της, ο Ζουλιέν.

Οσο τα γεύματα μαγειρεύονται, τα γλυκά παρασκευάζονται, κόκκινο κρασί καταναλώνεται σε αφθονία και η κουζίνα πήζει με αυτή τη χαρούμενη ενέργεια ημικρανίας που προκαλούν οι οικογένειες, ξεσπά μπόρα κατακλυσμική. Οχι μόνο κυριολεκτικά, καθώς το γιορτινό τραπέζι της αυλής πρέπει να ξεστρωθεί και να ξαναστρωθεί μέσα, αλλά και συμβολικά. Καταφθάνει ως σοκ και έκπληξη και η μεγάλη αδελφή, η Κλερ, η οποία εδώ και 4 χρόνια είχε ρίξει μαύρη πέτρα - ζούσε στην Αμερική με το σύντροφό της. Η Αντρεά την καλοδέχεται, κρύβοντας τον πληγωμένο της εγωισμό για τη χρόνια απουσία. Είναι τα γενέθλιά της και θέλει όλα να είναι όμορφα. Η κόρη της η Εμά, όμως, δεν μπορεί να ανοίξει ούτε την αγκαλιά, ούτε τη ραγισμένη της καρδιά στη μαμά που την παράτησε. Μέσα σε 24 ώρες, πάθη, ανασφάλειες, μυστικά, ψέματα και κόντρες αναδύονται. Τα κεράκια στην τούρτα της γιαγιάς θα ανάψουν το φυτίλι όλων των εκρηκτικών σχέσεων ανάμεσα σε γονείς, παιδιά κι αδέλφια. Δε βοηθά καθόλου ότι ο καλλιτέχνης Ρομάν γυρίζει τα πάντα με την κάμερά του, καθώς ετοιμάζει μία ταινία «για τις οικογένειες».

Ο Σεντρίκ Καν («H Προσευχή») γράφει και σκηνοθετεί μία ταινία δωματίου, κλείνοντας τους ήρωές του στη σύμβαση μιας μέρας, ενός χώρου, μίας ιδέας και παρατηρώντας τους ως εγκλωβισμένα στις ζωές και τις επιλογές τους πειραματόζωα. Η παθητική/επιθετική τελειότητα του μεγάλου γιου, η εκνευριστική επιπολαιότητα του loser μικρού, ο άβουλος πατέρας, η «κρύβω τα πάντα κάτω από το χαλάκι» μητέρα, η διπολική υστερία της αδελφής με τα ηφαιστιακά της ξεσπάσματα, η εγγονή που θέλει να τα σπάσει όλα - ειδικά τον ομφάλιο λώρο που τη δένει με όλους αυτούς.

«Δεν έκανα ταινία για έναν ανθρωπολόγο, αλλά για έναν ανθρωποφάγο, έχει διαφορά» διαμαρτύρεται σε κάποια στιγμή ο πληγωμένος Ρομέν στους γονείς του που δεν θυμούνται ένα παλιότερο έργο του. Εχει διαφορά; Παρακολουθώντας οικογένειες να τσακώνονται (με μίσος, αλληλοσπαραγμό, αλλά ταυτόχρονα και με μία, τόσο αναγνωρίσιμη, ανάγκη ανιδιοτελούς αποδοχής), η γραμμή που χωρίζει τις δύο λέξεις πραγματικά εξαφανιζεται. Μόνο οι οικογένειες μπορούν να αγαπιούνται ενώ κανιβαλίζονται.

Ο Καν δεν λέει τίποτα καινούργιο, ούτε με την ανθρωπολογική/ανθρωποφαγική του παρατήρηση για τις οικογένειες, ούτε με το παιχνίδι αντίστιξης πραγματικότητας και τέχνης (η ταινία μέσα στην ταινία, το θεατρικό των εγγονών ως δώρο στη γιαγιά). Αρκετές φορές μάλιστα χάνει το παιχνίδι των ισορροπιών - η φρενίτιδα των καβγάδων, με τη συνέχεια των εορτασμών μοιάζουν ακόμα πιο διπολικές και από τη διεγνωσμένη Κλερ.

Εχει όμως ένα μεγάλο ταλέντο στις μικρές στιγμές, ακόμα κι αν χάνει τις μεγάλες. Μια τρυφερότητα, μια γλύκα και μια μελαγχολία σε vintage αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας (πώς παίζει κανείς πόλεμο στους διαδρόμους των μεγάλων, πώς δυο τσακωμένα αδέλφια θα τα ξαναβρούν μουρμουρίζοντας σε αρμονία ένα αγαπημένο τραγούδι σ' ένα αυτοκίνητο που τρέχει, πώς η κουζίνα ενός σπιτιού θα πλημμυρίζει ατάκτως πάντα αλεύρια, γέλια και αγάπη). Μακάρι να είχε επενδύσει λίγο ακόμα σε αυτό, στα μικρά μας τίποτα, αυτά που αποτελούν το υλικό με το οποίο οι οικογένειές μας μάς έπλασαν και μάς κατέστρεψαν.