Ακόμη κι αν ο Μάικλ Μαν είναι ανίκανος να κάνει μια αποτυχία, παραδίδει μια (τι άλλο;) καλοφτιαγμένη βιογραφία του θρυλικού αυτοκινητιστή και επιχειρηματία, που μένει δυστυχώς στην επιφάνεια και δεν σε ενδιαφέρει παρά ελάχιστα.

Ο Ενζο Φεράρι, πρώην οδηγός αγώνων και ιδρυτής της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας, βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο της ζωής του όταν τον συναντάμε στην ταινία. Τα μαλλιά του είναι ήδη άσπρα, ο γάμος του, μετά το θάνατο του μοναχογιού του, είναι απλώς συμβατικός, η σύζυγός του, Λαόυρα, ένας συνέταιρος συχνά γεμάτος οργή και η εταιρία του στα πρόθυρα της χρεοκοπίας αφού η ομάδα αγώνων του χάνει περισσότερα χρήματα απ’ όσα φέρνουν πίσω οι πωλήσεις των ακριβών αυτοκινήτων της φίρμας του. Κι αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, ο γιος που έχει αποκτήσει εκτός γάμου με τη γυναίκα που αγαπά, χρειάζεται να αποκτήσει ένα επώνυμο.

Οι ήρωες υπό πίεση μοιάζουν να είναι η ειδικότητα του Μάικλ Μαν αφού στη διάρκεια της καριέρας του το μοτίβο επανέρχεται με σταθερότητα, όμως αυτό που απουσιάζει εδώ είναι μια άλλη ειδικότητά του: να ανεβάζει την κινηματογραφική ένταση. Μπορεί το σενάριο να είναι πυκνό κι όλα τα στοιχεία ενός συναρπαστικού χαρακτήρα να βρίσκονται εκεί, όμως η συνταγή δεν δένει, αφού στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθείς μια όμορφη καλλιγραφία που ελάχιστα νιώθεις να σε ενδιαφέρει και ακολουθείς τις δοκιμασίες, τα δράματα και τα διλήμματα μιας ομάδας ανθρώπων, δίχως να συμμετέχεις συναισθηματικά.

Το φιλμ, με πρεμιέρα στο τελευταίο φεστιβάλ Βενετίας, μπορεί να τοποθετεί τον ήρωά του σε μια σειρά από προσωπικές, ηθικές και επαγγελματικές διελκυστίνδες, αλλά δεν εμβαθύνει ποτέ στην ψυχολογία, τους εσωτερικούς μηχανισμούς ή την λογική του, κάνοντας ξεκάθαρο περισσότερες από μια φορές ότι αυτό που είναι στην ουσία του ο Φεράρι, δεν είναι άλλο από οδηγός αγώνων. Αλλά αυτή η επιβεβαίωση δεν σε βοηθά να καταλάβεις στ’ αλήθεια πολλά για τον χαρακτήρα του. Με τον ίδιο τρόπο, η εποχή, μια επίσης κομβική στιγμή στην ιταλική ιστορία, στην οποία η χώρα άφησε πίσω της τα συντρίμμια του πολέμου και έχτισε μια μοντέρνα, βιομηχανική ταυτότητα, απλώς σκιαγραφείται βιαστικά και σχηματικά και οι αποχρώσεις της ιταλικής κοινωνίας και ψυχοσύνθεσης δεν περιγράφονται με κάτι περισσότερο από ευκολίες και συχνά κακές προφορές.

Το φιλμ ρίχνει το βάρος του από τη μια στη σχέση του Φεράρι με τις δυο γυναίκες της ζωής του - ίσως το πιο αδιάφορο κομμάτι της βιογραφίας του - και από την άλλη στο πάθος του με τους αγώνες και το μείγμα ενοχών (για τον εναγκαλισμό με το θάνατο που συνεπάγεται το να είσαι οδηγός) και μέθης που φέρνει η ταχύτητα και η νίκη, κάτι όμως που βλέπεις, αλλά που δεν αισθάνεσαι, συμμερίζεσαι, ούτε καταλαβαίνεις με κάποια ένταση στ΄αλήθεια.

Με εξαίρεση το τελικό κομμάτι της ταινίας, που διαδραματίζεται στη διάρκεια και τον απόηχο του εμβληματικού αγώνα Mille Miglia, που θα κρίνει με πολλούς τρόπους την πορεία του ίδιου του Φεράρι και της εταιρίας του, το φιλμ βρίσκει κάτι από τη δύναμη και το πάθος, τον ηλεκτρισμό που για πολλούς είναι συνώνυμο του σινεμά του Μάικλ Μαν, παραδίδοντας τουλάχιστον δύο σκηνές που μένουν στη μνήμη: Η μια καταγράφοντας σοκαριστικά ένα τραγικό ατύχημα στην κούρσα και η άλλη μια τελική «αναμέτρηση» ανάμεσα στον Ενζο και τη γυναίκα του, Λάουρα. Στη μια, η τεχνική του Μαν δείχνει πώς θα μπορούσε να είναι το φιλμ στις οδηγικές του στιγμές και στην άλλη ο ικανοποιητικός αλλά όχι εξαιρετικός Ανταμ Ντράιβερ και η συχνά υπερβολική Πενέλοπε Κρουζ, βρίσκουν το σωστό τόνο που τους ξεφεύγει στο υπόλοιπο φιλμ.

Νωρίτερα, πολύ πριν το τέλος, ο Ενζο Φεράρι εξηγεί στο γιο του, Πιέρο, πώς θα βελτιώσει την απόδοση μιας μηχανής, αλλάζοντας το σχήμα των σωλήνων του καυσίμου: «Δουλεύουν καλύτερα, και δείχνουν πιο όμορφοι έτσι. Και ό,τι δείχνει ομορφότερο, λειτουργεί και καλύτερα» του λέει. Συχνά, αυτό ισχύει και για τις ταινίες του Μάικλ Μαν, αλλά στην περίπτωση του «Ferrari», η εικόνα δυστυχώς είναι πολύ πιο πλούσια από το περιεχόμενο.