Τα θρίλερ επιβίωσης έχουν εξελιχθεί σε κάτι πολύ παραπάνω από ένα μέχρι πρότινος απλά υποτιμημένο κινηματογραφικό είδος. Από το «Buried» μέχρι το «Σε Ρηχά Νερά» αλλά και το «Open Water», οι ταινίες αυτές, όπου προσπαθούν να βάλουν τους ήρωές τους (και μαζί με αυτό και τους θεατές τους) σε αρκετά ακραίες καταστάσεις, παγιδεύοντάς τους σε ένα μόνο μέρος από όπου προσπαθούν να μείνουν ζωντανοί όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούν, έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το δικό τους φανατικό τους κοινό.
Μια από αυτές τις ταινίες είναι και η «Πτώση» η οποία προσπαθεί να τσεκάρει όλα τα κουτάκια εκείνα που κάνουν μια τέτοιου είδους ταινία να λειτουργεί, αλλά, όπως και ο τεράστιος πύργος τον οποίο σκαρφαλώνουν οι ηρωίδες του, δείχνει από την αρχή πως κλυδωνίζεται από μια ασταθή σεναριακή δομή η οποία σχεδόν καταρρέει από τους υψηλούς στόχους που βάζει η ταινία.
Για τις κολλητές φίλες Μπέκι και Χάντερ, η ζωή είναι να κατακτάς τους φόβους σου και να ξεπερνάς τα όριά σου. Oμως, αφού αποφασίσουν να σκαρφαλώσουν στην κορυφή ενός απομακρυσμένου και εγκαταλελειμμένου πύργου 600 μέτρων, δεν θα έχουν τρόπο να κατέβουν. Τώρα, οι αναρριχητικές δεξιότητες των δύο θα δοκιμαστούν καθώς αγωνίζονται απεγνωσμένα για να επιβιώσουν από τα στοιχεία της φύσης, την έλλειψη προμηθειών και τα ιλιγγιώδη ύψη.
Οπως κάθε ταινία του είδους, έτσι κι εδώ, το πιο σημαντικό πράγμα είναι το «location, location, location», εν προκειμένω η Ερημος Μοχάβε, όπου και κατασκευάστηκε ο πύργος προκειμένου το γύρισμα να είναι ναι μεν ασφαλές, αλλά όσο το δυνατόν ρεαλιστικό. Ο Σκοτ Μαν δανείζεται αρκετά στοιχεία από την ταινία του Ζομ Κολέ-Σερά «Σε Ρηχά Νερά», αντικαθιστώντας τις θάλασσες και τους λευκούς καρχαρίες με τα ιλιγγιώδη ύψη πάνω σε τεράστιους σκουριασμένους πύργους και τα αρπαχτικά πουλιά. Προσθέτοντας σε όλα αυτά φυσικά τις απαραίτητες δόσεις ψυχολογικού τρόμου και στοιχεία που αρχικά θυμίζουν πολύ την ταινία του 2000 «Ορια Αντοχής» του Μάρτιν Κάμπελ.
Προς τιμή του, για την αρχή τουλάχιστον, ο Μαν προσπαθεί να τα συνδυάσει σε ένα αρκετά ενδιαφέρον αποτέλεσμα, χτίζοντας μια υπόκωφη ένταση καθώς οι δυο ηρωίδες του σκαρφαλώνουν τον πύργο με την αδρεναλίνη να αρχίζει να βράζει σιγά σιγά. Μέσα από τις συζητήσεις που έχουν μεταξύ τους για την ζωή και τον θάνατο αλλά και τα πανοραμικά πλάνα από ψηλα, η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει ένα είδος αγωνίας και (υψο)φοβίας ακόμα και σε εκείνους που δεν φοβούνται τα ύψη.
Δυστυχώς όμως όταν τα δύο κορίτσια φτάνουν στην κορυφή, όλα αυτά αρχίζουν να καταρρέουν όπως η σκουριασμένη σκάλα του πύργου. Για μια τέτοιου είδους ταινία να πετύχει πρέπει οι καταστάσεις αυτές να είναι, όσο μπορούν, ρεαλιστικές κάνοντας έτσι τον θεατή να νιώθει πραγματικά παγιδευμένος μαζί με τους ήρωες. Και οι Γκρέις Κάρολαϊν Κάρεϊ και Βιρτζίνια Γκάρντνερ έχουν τις στιγμές τους και την απαραίτητη χημεία, αλλά οι διάλογοι τους πολλές φορές μοιάζουν να έχουν γραφτεί στο πόδι. Σε συνδυασμό με ένα άστοχο μοντάζ και κάποια κακά εφέ (ποιος σκέφτηκε πως κάποιες φωτογραφίες από το google maps σε συνδυασμό με πιξελοτά σύννεφα μπορούν να συνεισφέρουν στην αληθοφάνεια της ταινίας;) σίγουρα δεν βοηθούν. Για μια ταινία που συνεχώς μας ζητά να πιστέψουμε σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις πολλές από αυτές όχι μόνο δεν πείθουν αλλά προκαλούν και (άβολα) γέλια.
Κάπου εκεί μέσα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία για ένα προσωπικό ψυχολογικό τραύμα, για την κατάθλιψη, αλλά και για το πώς κάποιος μπορεί να βρει τη δύναμη να κάνει αυτά τα 10 βήματα (τα οποία φαίνονται ως 100 ή και 1000) και να ζητήσει βοήθεια. Ολα αυτά χάνονται μέσα σε μέσα σε μια υπερβολικά μεγάλη διάρκεια (άνετα η ταινία θα μπορούσε να ήταν 20-30 λεπτά μικρότερη) γεμάτη με ανούσια ερωτικά δράματα, σεναριακά κλισέ και ανατροπές που προσπαθούν να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον ως το τέλος.
Η «Πτώση» δεν είναι απαραίτητα μια κακή ταινία, χωρίς να προσθέτει κάτι καινούργιο στις ταινίες του είδους. Υπάρχουν στιγμές διασκέδασης και αγωνίας, αλλά θέλοντας να χρησιμοποιήσει το θρίλερ επιβίωσης ως μια ακόμα μεταφορά για την κατάθλιψη και το προσωπικό τραύμα (με ταινίες που το έχουν κάνει πολύ καλύτερα από αυτή), πέφτει γρήγορα με το κεφάλι στο κενό της μετριότητας, χωρίς δυνατότητα επιστροφής.