Υπάρχουν δύο άξονες στο ντοκιμαντέρ του διακεκριμένου ντοκιμαντερίστα Νίκου Παπακώστα («Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων», «Τα Μάρμαρά μας», «Γεώργιος Καραϊσκάκης: Στα Σύνορα του Μύθου»). Από την μία, οι ιστορίες των οργανοποιών που συνεχίζουν την τέχνη του να σμιλεύουν το ξύλο χειροποίητα, με μεράκι και αφοσίωση, να του χαρίζουν την ποιότητα και την μοναδικότητα του ήχου του. Κι από την άλλη, η αποκατάσταση της ιστορικής συνοικίας που βρίσκονται τα εργαστήριά τους - τα Εξάρχεια. Ως κέντρο πολιτισμού κι αντίστασης.

Η κάμερα του Παπακώστα μπαίνει μέσα στα ημιυπόγεια με τους πάγκους, τα μαδέρια, τα καπάκια, τα τέλια, τα κοπίδια, τις πλάνες, τα τριβία, τα λούστρα. Τα ξύλα έλατου, κέδρου, σφένδαμου, μπαντούκ, μαονιού που περιμένουν την ωρίμανσή τους, δεκαετίες ολόκληρες, στιβαγμένα στα ράφια, για να χρησιμοποιηθούν στο σκάφος ενός μπουζουκιού.

Οι οργανοποιοί πρωταγωνιστές περιγράφουν τη δουλειά τους με λεπτομέρεια, κατασκευάζουν, πλανάρουν, κουρδίζουν, λουστράρουν και μάς ξεναγούν στα μυστικά της τέχνης τους - μία καταγραφή που μας επιτρέπει να μάθουμε πολύτιμα κομμάτια αυτής της λαϊκής παράδοσης. Δυστυχώς όμως, ο κινηματογραφικός φακός δεν καταφέρνει πολλά περισσότερα από αυτή την τεκμηρίωση - η αφηγηματική γλώσσα, το μοντάζ, η αντίληψη του χώρου δεν ξεφεύγουν από τα όρια της παρακολούθησης ενός ειδικού ενδιαφέροντος θέματος.

Παράλληλα, η περιήγησή μας στα Εξάρχεια - την ιστορική πλατεία, τα καφενεία, τα σπίτια, τα γκράφιτι, το αρχειακό υλικό από τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις με την αστυνομία, τις ταραχές, συνοδεύονται με ένα σπικάζ πολιτικό, ποιητικό, φιλοσοφικό που βαραίνει την εικόνα με χειριστική επιτήδευση.

Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιστορική γειτονιά είναι από τις τελευταίες που αντιστέκονται στο gentrification της ανελέητα ισοπεδωτικής εποχής μας. Οπως επίσης είναι πέρα για πέρα αληθινή μία ατάκα που ακούγεται στην αρχή του ντοκιμαντέρ: «Ο,τι και να πει κανείς για τα Εξάρχεια, μένει αυτό που έχουν πλασάρει οι τηλεοράσεις».

Η αποκατάσταση της γειτονιάς με ένα άλλο αφήγημα και βλέμμα είναι απαραίτητη και καλοδεχούμενη. Αναρωτιόμαστε όμως αν ένα άλλο κείμενο με λιγότερο διδακτισμό, πιο φρέσκο και ευρηματικό, έβγαζε με μεγαλύτερη δύναμη, οξύτητα κι αυθεντικό λυρισμό το μήνυμα της ταινίας.