Τόσο διασκεδαστική η όποια νέα συνάντηση με τον Σέρλοκ Χολμς ή το σόι του - κυριολεκτικό ή λογοτεχνικό. Τι περιμένει κανείς; Ατμοσφαιρικό Λονδίνο και περίχωρα των αρχών του 20ού αιώνα, οξυδέρκεια, γρίφους, χιούμορ για αρχή.
Η «Enola Holmes» είναι η νέα κινηματογραφική προσθήκη στην παράδοση, παρότι δεν είναι πνευματική δημιουργία του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ κι αυτό φαίνεται περίτρανα. Είναι καρπός ενός άλλου συγγραφικού μυαλού, της Νάνσι Σπρίνγκερ που, με τον τίτλο «The Enola Holmes Mysteries», έδωσε ύπαρξη, κίνητρο και... ντετεκτιβικές ικανότητες στην Ενόλα Χολμς, μικρή κόρη της οικογένειας.
Στην ταινία, προφανώς πρώτη απ' ό,τι το Netflix φιλοδοξεί να αναπτύξει σε franchise, η Ενόλα είναι 16 χρόνων, δεν έχει καμία επαφή με τους δυο αρκετά μεγαλύτερους αδελφούς της, τον διάσημο Σέρλοκ και τον άσημο και γι' αυτό μάλλον συμπλεγματικό Μάικροφτ. Μεγαλώνει στην εξοχή, με τη μητέρα της, απολαυστικά ανορθόδοξα. Η μαμά Χολμς, δυναμική φεμινίστρια με κοφτερό μυαλό, τη διδάσκει τα πάντα, από φυσική μέχρι πολεμικές τέχνες - τα πάντα εκτός από το πώς να γίνει μια καλή νύφη.
Οταν, όμως, η μαμά Χολμς, η Ευδώρια, εξαφανίζεται ξαφνικά και χωρίς ίχνη, η Ενόλα μένει μόνη. Ο Μάικροφτ θέλει να τη βάλει οικότροφο σ' ένα αυστηρό σχολείο θηλέων, ο Σέρλοκ... διερευνά τα συναισθήματά του και το μικρό αγοροκόριτσο το σκάει, ακολουθώντας τα σημάδια που ελπίζει ότι θα την οδηγήσουν στη μαμά της, ως ντετέκτιβ νέας γενιάς. Στο δρόμο θα συναντήσει και θα περισώσει έναν άλλο φυγά, τον έφηβο Μαρκήσιο του Τιούκσμπερι που κάποιοι, άγνωστο γιατί, θέλουν να δολοφονήσουν.
Ετσι κάπως στήνεται το γαϊτανάκι δράσης και μυστηρίου της Ενόλα Χολμς, γραμμένο από τον («Harry Potter») Τζακ Θορν και σκηνοθετημένο από τον («Fleabag») Χάρι Μπράντμπιρ που, ωστόσο, παρότι προσπαθεί πολύ και εμφανώς, στερείται οποιασδήποτε γοητείας.
Παρά τη μαγνητική χάρη και φρέσκια ομορφιά της Μίλι Μπόμπι Μπράουν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία δεν έχει τίποτε το μοντέρνο, αυτό που ωραιότατα κατάφερε φέτος η «Emma» με την Ανια Τέιλορ-Τζόι. Ο νεωτερισμός της ταινίας έγκειται στο ότι, επίμονα, η Ενόλα σπάει τον τέταρτο τοίχο, κοιτάζει την κάμερα και μιλά στον θεατή (εκείνον που, προφανώς, αράζει στον καναπέ του στο σπίτι), φτάνοντας σε σημείο να τον ρωτήσει τη γνώμη του για την έκβαση της υπόθεσης - αμήχανο ακόμα κι όταν είσαι μόνος στο σπίτι.
Ως ηρωίδα η Ενόλα είναι χαριτωμένη, γραφική και υπερκινητική - αλλά σίγουρα πιο ολοκληρωμένη, έστω στερεοτυπικά, από τ' αδέλφια της. Ο Σαμ Κλάφλιν ως Μάικροφτ δεν ξεπερνά στιγμή την καρικατούρα - τι κρίμα για έναν ήρωα σύνθετο και πολύπλευρο - ενώ ο Χένρι Κάβιλ δεν έχει τίποτε από τη σκοτεινή γοητεία και τη ροπή προς το απαγορευμένο του Σέρλοκ Χολμς. Εχει, βέβαια, ένα στέρνο σαν την πλατεία Συντάγματος κι ένα πανέμορφο μπλε βλέμμα, όχι αμελητέα προσόντα, αλλά ακατάλληλα για την ταινία.
Η μόνη αληθινά ενδιαφέρουσα ηρωίδα είναι η Ευδώρια της Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, μόνο που κι εμείς, όπως και τα παιδιά της, τη βλέπουμε ελάχιστα. Θυμίζοντας τον νεότερο εαυτό της στις ταινίες του Τζέιμς Αϊβορι στα φλας μπακ, η ηθοποιός αλλάζει ύφος και προσθέτει επίπεδα στις σκηνές της.
Η ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας είναι πως το ίδιο το μυστήριο δεν προκαλεί καμία περιέργεια. Δεν νοιάζεσαι και πολύ για την περίπτωση του Μαρκησίου του Τιούκσμπερι (αν και θέλεις να δεις αν θα τη σκαπουλάρει για να ξεδιπλωθεί, ενδεχομένως κι ένα ανήλικο ειδύλλιο), δεν ανησυχείς για τη μαμά της Ενόλα γιατί κάπως ξέρεις ότι θα ξανασυναντηθούν. Σαν αυτή να μην είναι μια ταινία μυστηρίου, αλλά ένα φιλμ για τη δυσλειτουργία στη μεγαλοαστική βρετανική οικογένεια του περασμένου αιώνα - αλλά και όχι αρκετά δυνατά ώστε κι αυτό να γίνει ενδιαφέρον. Χαριτωμένο αλλά... στοιχειώδες, αγαπητοί.