Είναι η εποχή «της μεγάλης αθωότητας του ανθρώπου», το 1800 του Αντιβασιλέα και της καλής αγγλικής κοινωνίας. Η νεαρή, μπριόζα Εμα, ορφανή από μητέρα, σύντροφος του υποχόνδριου πατέρα της, ζει στην εξοχή και περνά τις μέρες της με το να σκαρφίζεται προξενιά και ρομαντικούς συνδυασμούς για τους γύρω της. Αυτή της η ενασχόληση τη βοηθά να πιστεύει ότι είναι ενάρετη και... ανθρωπίστρια και την εμποδίζει από το ν' ασχοληθεί με τον εαυτό της, με τα σκανταλιάρικα ελαττώματά της, την ελαφρά υπεροψία της: να ωριμάσει.
Μια από τις διασημότερες Αμερικανίδες φωτογράφους μουσικών συγκροτημάτων κι ενίοτε μόδας, αναλαμβάνει να μεταφέρει ξανά (μια εικοσιπενταετία απ' όταν το ρόλο ενσάρκωσε η Γκουίνεθ Πάλτροου), το μυθιστόρημα της Τζέιν Οστεν στην οθόνη. Κι αυτή η ανέκαθεν αμφιλεγόμενη, γαργαλιστικά αντιπαθητική ηρωίδα διατηρεί τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα και τη σκόπιμα διδακτική εξέλιξή της.
Η ντε Γουάιλντ στήνει ένα περιβάλλον, στηριγμένο στο art direction, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τη φωτογραφία, λιγουρευτό σαν χρωματισμένη μαρέγκα. Τα φορέματα είναι τόσο διάφανα όσο το δέρμα, η χρωματική παλέτα δεν γίνεται ποτέ πιο σκούρα από λιλά, τα σαλόνια είναι τόσο ανθισμένα όσο οι κήποι, η μουσική υπογραμμίζει και περιπαίζει.
Δίπλα σε αξιολάτρευτους δευτεραγωνιστές, σαν τον μπαμπά Μπιλ Νάι, ή τη φορτική γειτόνισσα Μιράντα Χαρτ, ή την καρικατουρίστικη Μία Γκοθ, το κεντρικό ζευγάρι των Ανια Τέιλορ-Τζόι και Τζόνι Φλιν έχει τη χημεία και την ενέργεια ώστε, μόνο του, να δώσει στην ταινία μια αίσθηση μεταμοντέρνου που το σενάριο δεν έχει καν σκαρφιστεί.
Κάτω απ' όλα αυτά, το ίδιο το σενάριο δεν κάνει την προσπάθεια της διασκευής. Η κοινωνική υποκρισία απλώς αναδύεται από τους χαρακτήρες, η σάτιρα αδυνατίζει στις δυο γεμάτες ώρες της ταινίας, όποιοι σύνδεσμοι με κάτι βαθύτερο ή πιο επίκαιρο χάνονται στις μουσελίνες και τα αμπίρ πανωφόρια. Αυτή εδώ η Εμα είναι ένας κύβος τραγανής ζάχαρης, απολαυστικός αλλά χωρίς... θρεπτικά στοιχεία.