Μια υπαρξιακή φουτουριστική ταινία υπογράφει ο Κύπριος σκηνοθέτης Κύρος Παπαβασιλείου, δεύτερη μετά το ντεμπούτο του, «Εντυπώσεις Ενός Πνιγμένου», οπλισμένος με θάρρος και μια συναρπαστική πρωταγωνίστρια, αλλά παγιδευμένος σε φορμαλιστικά ευρήματα που δεν αφήνουν τους ήρωές του να... μεταμορφωθούν σε πεταλούδες.

Ο χρόνος είναι... τα πάντα: 2005, 2023, 2030, 2007, 2037. Ο γραμμικός χρόνος αποτελεί σχεδόν ουτοπία, οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να μεταπηδούν ξαφνικά δεκαετίες, να ζουν αποσπασματικά με την ένταση ακραίων αλλαγών που συναγωνίζονται τις κλιματικές, αλλά όχι απροειδοποίητα. Εχοντας βιώσει το μέλλον πριν το παρελθόν ή το παρόν, γνωρίζουν περίπου τι θα τους συμβεί, αλλά όχι πότε, πώς και γιατί. Ετσι ζουν η Πηνελόπη και ο Ισίδωρος, ένα παντρεμένο ζευγάρι, μάλλον αγαπημένο, αλλά με μια διαρκή αγωνία. Ξέρουν ότι έχουν κάνει, ήδη στο μέλλον, ένα παιδί αλλά δεν το έχουν, δεν γνωρίζουν πού είναι και γιατί δεν είναι μαζί τους. Στην αναζήτηση αυτού του μυστικού, η Πηνελόπη θ' ανακαλύψει τι σημαίνει αγάπη, απώλεια, επιθυμία, αλλά και πώς μπορεί κάποιος να κοροϊδέψει το χρόνο και να στοχεύσει στην καρδιά.

Είναι οπωσδήποτε δύσκολο να κάνει κανείς μια ταινία είδους, ένα φιλμ φαντασίας, μ' ένα μπάτζετ περιορισμένο. Η επιλογή του Παπαβασιλείου (που με το φιλμ αυτό έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι), είναι να κρατήσει το σκηνογραφικό κι ενδυματολογικό σύγχρονο και μάλλον απλό και τη φωτογραφία του ρεαλιστική και ζεστή. Για να πείσει, ωστόσο, η ταινία σ' ένα τέτοιο περιβάλλον, χρειάζεται ένα σενάριο συμπαγές, στέρεο και βαθύ. Αντ' αυτού, η ταινία γεμίζει την αφήγησή της με «φουτουριστικά ευρήματα» και υπαρξιακά παιχνίδια: μια «διερμηνέας της σιωπής» που μεταφράζει τον βωβό αδελφό της Πηνελόπης (χωρίς λόγο, στ' αλήθεια, αυτό το side story), αλλά και τα δέντρα στη φύση, ένα Υπουργείο Χαμένου Χρόνου με πράκτορες που επιβάλλουν απαγορεύσεις κι εξαπολύουν απειλές, ένας Γραμμικός Χρόνος κάπου μακριά, σαν ουτοπία, όπου μεταβιβάζεσαι μέσα από μια κινηματογραφική αίθουσα, μια διαρκής μουσική υπόκρουση σαν ηλεκτρονικές μελωδίες από τα '80ς, ένας επαναλαμβανόμενος διάλογος-άγκυρα του ζευγαριού που, βαρυσήμαντα, με μίνιμαλ ερωταποκρίσεις, προσπαθεί να προσδιορίσει εάν τα συναισθήματά του, λύπη, αγάπη, χαρά, τοποθετούνται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον.

Μαζί, μια έντονα δραματική πορεία, η αγωνία του εάν η Πηνελόπη «θα ρίξει ή δεν θα ρίξει το παιδί» (πόσες φορές επαναλαμβάνεται αυτή η τόσο άχαρη, προσβλητική σχεδόν, φράση), μια σκηνή σεξ που εκτυλίσσεται «άυλα», ένας αιματοβαμένος μοναχικός τοκετός, μπερδεμένες σεναριακές προτεραιότητες. Μέσα σε μια πλοκή που πηδά από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς το χρόνο ούτε να ενώσει κανείς τις τελείες αλλά ούτε και, το σημαντικότερο, να κατανοήσει τους ήρωες, να γνωρίσει τον κόσμο τους και, τελικά, να νοιαστεί για το δράμα και την πορεία τους.

Μέσα σ' αυτό το αποσπασματικό σύμπαν, με περάσματα γνωστών κι αγαπημένων ηθοποιών σαν τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιάννη Νιάρρο, η μόνη σταθερά που προκαλεί και τη συγκέντρωση και την επιθυμία να συνεχίσεις, είναι η Μαρία Αποστολακέα με το μαγευτικό πρόσωπο και τη συγκινητική ερμηνεία, που προσπαθεί, τελικά, μόνη (πάντα μόνη), να δώσει νόημα στις παρεμβάσεις της τεχνολογίας στην ανθρώπινη ζωή και στην αυτοδυναμία των αποφάσεων της γυναίκας μέσα στο χρόνο.