Ο Φρανσίσκο Παέζα υπήρξε επιχειρηματίας, Ελβετός τραπεζίτης, έμπορος όπλων σε διεθνές επίπεδο, playboy, ζιγκολό, διπλωμάτης, κλέφτης, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος. Oταν η ισπανική κυβέρνηση τον πρόδωσε, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Χρόνια αργότερα, όταν επιστρέφει, τα πάντα έχουν αλλάξει. Ο ίδιος έχει χρεοκοπήσει, έχοντας τη βούλα του απατεώνα δεν μπορεί να ξεκινήσει άλλη δουλειά, ενώ η σχέση του με την Γκλόρια, τη σύζυγό του για 15 έτη, έχει τελειώσει. Όντας σε αυτές τις συνθήκες, δέχεται μια επίσκεψη από τον Λουίς Ρολντάν, πρώην ισχυρό Αρχηγό της Ισπανικής Αστυνομίας, ο οποίος προσφέρει στον Παέζα ένα εκατομμύριο δολάρια, αν τον βοηθήσει να κρύψει δώδεκα εκατομμύρια πεσέτες που έχει υπεξαιρέσει από τον δημόσιο προϋπολογισμό που είχε υπό τον έλεγχό του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Το δαιμόνιο μυαλό του Παέζα βλέπει την τέλεια ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για το παρελθόν και ταυτόχρονα να βελτιώσει τα οικονομικά του. Με τη βοήθεια του Χεσούς Καμόες, στενού συνεργάτη του, θα ενορχηστρώσει ένα περίπλοκο, πανέξυπνο σχέδιο που θα ζήλευε και ο καλύτερος ταχυδακτυλουργός.

O Αλμπέρτο Ροντρίγκες δεν ήταν ποτέ κάποιος συμβατικός σκηνοθέτης. Οι ταινίες του πάντα είχαν κάτι το προσωπικό, κάτι το οικείο και κάτι το τόσο αυθεντικό που σε έκαναν με το τέλος τους να έχεις δεθεί όχι μόνο με τους χαρακτήρες αλλά και να νιώσεις οικεία με τις τοποθεσίες του που τόσο τέλεια έδεναν με το όλο σύνολο. Με την καινούργια του ταινία, η οποία κατάφερε να αποσπάσει 11 υποψηφιότητες για βραβεία Γκόγια, κερδίζοντας τελικά μόνο 2 από αυτά (Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού και Διασκευασμένου Σεναρίου), ο Ροντρίγκες φαίνεται να προσπαθεί να επαναλάβει όλα εκείνα που συνέβαλαν στην τεράστια επιτυχία της προηγούμενής του ταινίας, το μικρό διαμαντάκι που ακούει στο όνομα «Το Μικρό Νησί», αλλά στο τέλος χάνει την ουσία.

Στη θεωρία, η ιστορία του Φρανσίσκο Παέζα, ενός ανθρώπου που κατάφερε να χειραγωγήσει και να εξαπατήσει πολλούς ανθρώπους γύρω του, μοιάζει πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά καταλήγει να αφήνει πίσω της μια πικρή γεύση στο στόμα. Σε αυτό δεν φταίει τόσο η σκηνοθεσία του Ροντρίγκες, ο οποίος αυτή την φορά ανεβάζει κάπως τους τόνους με την ένταση ενός πολιτικού θρίλερ που σιγοβράζει, χωρίς όμως κάποιο ουσιαστικό κρεσέντο, αλλά το σενάριό της το οποίο από την αρχή κιόλας σε βομβαρδίζει με ένα καταιγισμό (αχρείαστων) πληροφοριών, οι οποίες δύσκολα κάποιος μπορεί να τις αφομοιώσει, χάνοντας γρήγορα έτσι το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της ιστορίας.

Με την βοήθεια ενός μάλλον περιττού αφηγητή, ενός χαρακτήρα γνωστού ως «Ο Πιλότος», ο Ροντρίγκες προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια ενός δαιδαλώδους παζλ, ενώ ταυτόχρονα να του δώσει την ενέργεια που χρειάζεται για να κάνει την ταινία του να απογειωθεί. Και με δόσεις χιούμορ αλλά με μετριασμένη την σάτιρα σε σχέση με την προηγούμενη του ταινία, και με έναν πιο ντοκιμαντερίστικο αέρα, ο Ροντρίγκες προσπαθεί να μελετήσει κάθε πτυχή της ιστορίας που προσπαθεί να πει, αλλά δεν ξετυλίγει πλήρως το μπερδεμένο κουβάρι της, αποξενώνοντάς την από την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από αυτή - ένα καίριο μήνυμα προς την Ισπανία του σήμερα - ακόμα και μέχρι το χωρίς εκπλήξεις φινάλε της.

Ακόμα και οι ίδιοι οι χαρακτήρες, που στις προηγούμενες ταινίες του είχαν ο καθένας το δικό του ιδιαίτερο ψυχογράφημα, εδώ μοιάζουν τόσο μονοδιάστατοι και χάρτινοι σε σχέση με αυτό που φαινομενικά εκπροσωπεύει ο καθένας τους, με θολά, σχεδόν αόρατα, κίνητρα, σαν να έχουν παραγκωνιστεί εν μέρη για χάρη μιας λεπτομερούς εξιστόρησης γεγονότων, χαμένοι κάτω από ένα σκοτεινό πέπλο προδοσιών και μυστηρίου που ποτέ δεν αποκτά το ενδιαφέρον που τους αξίζει. Πιο συγκεκριμένα, ο Ροντρίγκες αποτυγχάνει να αποδομήσει πλήρως το πορτραίτο των δυο πρωταγωνιστών, καταφεύγοντας σε κλισέ, παρόλο που οι ερμηνείες των Εντουάρντ Φερνάντεζ και, κυρίως αυτή, του Κάρλος Σάντος ο οποίος καταφέρνει να εξανθρωπίσει τον Λουί Ρολντάν, είναι εξαιρετικές.

Για άλλη μια φορά τα ντεκόρ σε συνδυασμό με την άρτια φωτογραφία του Αλεξ Καταλάν, αποδεικνύονται οι τέλειοι σύμμαχοι του Ροντρίγκες για μια τεχνικά άμεμπτη ταινία. Ο «Ανθρωπος με τα Χίλια Πρόσωπα», όμως, δεν είναι η ταινία που θα επαναλάβει την επιτυχία του «Μικρού Νησιού».

Η προσπάθειά του να διασκεδάσει, χτίζοντας μια ατμόσφαιρα θρίλερ στο στιλ του «Η Ωρα του Τσακαλιού» του Φρεντ Τσίνεμαν, με τους ρυθμούς του «Πιάσε με αν Μπορείς» του Στίβεν Σπίλμπεργκ και με δόσεις μεταμοντερνισμού από τον κόσμο των ταινιών του Γκάι Ρίτσι, ενώ ταυτόχρονα είναι σαφές ότι επιθυμεί να γίνει μια πιο στοχαστική ταινία, πέφτει στο κενό και το μόνο που καταφέρνει είναι να αποτύχει και στα δύο αυτά μέτωπα.