«Νιώθω ότι κάνω τα πάντα και για σένα μοιάζει σαν να μην κάνω τίποτα» λέει η μητέρα της ιστορίας στον πατέρα που επέστρεψε για λίγες μέρες στο σπίτι. «Μα δεν μπορώ να είμαι πιο πολύ καιρό εδώ, δουλεύω», της απαντά με σκυμμένο κεφάλι. «Θα ήθελα να κρατήσεις εσύ το σπίτι για δυο εβδομάδες, και να πάω εγώ να δουλέψω στη θέση σου. Ισως τότε καταλάβεις». Σιωπή.
Το Ελ Εκο είναι ένα μεξικανικό αγροτικό χωριό, όχι μακριά από την πολύβουη μητρόπολη του Μεξικού, αλλά με τη φτώχεια να το έχει εγκλωβίσει σε μία κάψουλα που ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει σε άλλες εποχές. Πλίθινες παράγκες χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς τους άντρες που ξενιτεύτηκαν στην πόλη για να βρουν δουλειές. Οι μητέρες κρατούν το σπίτι, τα ηνία στα χωράφια, τα παιδιά σε μια σειρά. Κι όταν έρχεται η σειρά των παιδιών να κάνουν όνειρα, οι μητέρες έχουν τον πιο δύσκολο ρόλο: να τα απογοητεύσουν. Δεν υπάρχουν χρήματα για σπουδές, δεν είναι ασφαλή τα κορίτσια να φύγουν από το μητρικό καταφύγιο ακόμα, ας κάνουν λίγη υπομονή. Και τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σ' έναν αντίλαλο - όσο οι κουρασμένες μάνες σιωπούν, μιλά η φύση. Για να τα ενηλικιώσει μέσα από την ξηρασία ή τον παγετό, την αγάπη και την απογοήτευση, την ασθένεια, το θάνατο.
Το ξέρουμε το βλέμμα της Τατιάνα Ουέσο: σκληρό και τρυφερό, ειλικρινές και λυρικό, συγκινητικό αλλά καθόλου μελό. Οπως, ταινία με ταινία, καταλαβαίνουμε και τις μύχιες ανησυχίες της ψυχής της. Η κάμερά της ανοίγει για να φωτίσει τόπους έρημους και γυναίκες μόνες - διαγενεακά. Γιαγιάδες, μαμάδες, κόρες σε μία οικονομική, αναγκαστική ορφάνια γιατί ο μπαμπάς λείπει στην πόλη για δουλειές. Μία επιβεβλημένη μητριαρχία, βαθιά κουρασμένη, σιωπηλά απογοητευμένη, που δεν υπογραμμίζεται ποτέ, δεν υπάρχει ανάγκη, η μελαγχολία της χρωματίζει τα πάντα.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό, είναι το πώς η Ουέσο διατηρεί τις ισορροπίες με μια θεματολογία που θα μπορούσε να ξεφύγει σε εύκολο διδακτισμό, σε κλισέ σχόλιο, σε μελόδραμα. Εκείνη όμως κρατά αυστηρό χαλινάρι. Επιτυγχάνει με οικονομία και αυτοπεποίθηση να καταγράφει την αλήθεια της σκληρής εικόνας της, χωρίς να την εκμεταλλεύεται, αλλά και ποιητικά την νεανική αθωότητα, χωρίς να την καλλιγραφεί. Κι αν στην υπέροχη «Νύχτα της Φωτιάς» το έκανε με σενάριο, οπότε και έλεγχο από το χαρτί ακόμα, είναι συναρπαστικό να τη βλέπεις να το επιτυγχάνει επιστρέφοντας στις ρίζες της - το ντοκιμαντέρ.
Γιατί η οικογένεια της ιστορίας μας - η υπερήλικη γιαγιά με τις ιστορίες της, η εξαντλημένη μητέρα με τις σιωπές της, οι κόρες με τα όνειρα (η μία θέλει να ιππεύει σε τοπικούς αγώνες, η άλλη να σπουδάσει), ο πιτσιρικάς γιος με τα τεράστια αθώα μάτια, ο κουρασμένος πατέρας παγιδευμένος κι αυτός σ' ένα ατέρμονο εργατικό σύστημα εκμετάλλευσης - όλοι είναι αληθινοί κάτοικοι του Ελ Εκο. Ανοιξαν την πόρτα του σπιτικού τους για να μπει το ανήσυχο βλέμμα μιας σκηνοθέτιδας για να παρατηρήσει διακριτικά, και να καταγράψει κομψά, ποιητικά, αλλά και απερίφραστα την επιβίωσή τους.
Κι όσα δεν λέει κανείς, τα μουρμουρίζει η φύση. Ο μικρός γιος, άσπιλος ακόμα από την κακουχία της ενηλικίωσης που τον περιμένει, ακολουθεί στα χωράφια ή στην στάνη με τα μονίμως εντυπωσιασμένα, διάπλατα ορθάνοιχτα μάτια της περιέργειας. Το χωριό του κρύβει έναν μεγάλο, νέο κόσμο που τον καλεί να τον εξερευνήσει. Ανάμεσα στο ψηλά χόρτα, τα πρόβατα, τις κάμπιες, την σκέπη ενός τεράστιου ουρανού που θα σχίσει στα δύο μία ξαφνική καταιγίδα. Αντιθέτως, οι μεγαλύτερες κόρες κοιτούν τον ανοιχτό ορίζοντα με παλλόμενη προσμονή. Εχουν ήδη μπει στην προεφηβική απαξίωση και στο ταξίδι του φευγιού - ο τόπος είναι το σπίτι τους (θα βοηθήσουν στις δουλειές, στα ζώα, στη σπορά, στη συγκομιδή, θα κάνουν μπάνιο με περισσή τρυφερότητα τη γιαγιά) αλλά δεν τους χωρά. Τα όνειρά τους ήδη καλπάζουν μακριά. Τα πόδια τους όμως είναι παγιδευμένα στη γη. Οπως και της μητέρας τους. Οπως και της γιαγιάς τους. Κι αυτό δεν είναι «δράμα». Είναι «κανονικότητα».
Η Ουέσο παρατηρεί, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς σενάριο, χωρίς τεχνητό φως. Κι όμως, οι φωτοσκιάσεις των κάδρων, των νοημάτων, της ζωής είναι αριστοτεχνικές (η δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Ερνέστο Πάρδο είναι εξαιρειτκή), Οπότε κι ο τόνος του ντοκιμαντέρ δεν καταλήγει τραγικός, αλλά ποιητικός, μαγικός, γεμάτος κατανόηση, αγάπη - όχι μόνο αδιέξοδη θλίψη.
Τα συμπεράσματα μένουν στο θεατή, δεν υπάρχουν κραυγαλέα μηνύματα ή διαπιστώσεις. Οι φευγαλέες στιγμές κουβαλούν τον δυνατό αντίλαλό τους για όσα συμβαίνουν ανάμεσα στις σιωπές των μικρών και των καθημερινών πραγμάτων.