Ο ντόρος που προκάλεσε το «Καλάβρυτα 1943» ξεπερνά τη δυναμική της ταινίας. Αλλά κι οι προθέσεις της (οι ηθικές περισσότερο από τις κινηματογραφικές) τιμούν την ιστορία όπου βασίστηκε. Καλάβρυτα 1943. Αυτός είναι ο τίτλος της νέας ταινίας του Νικόλα Δημητρόπουλου, αυτό είναι και το περιεχόμενο και η ουσία της. Απλά, τίμια, άνισα, κατά στιγμές συγκινητικά. Το φιλμ έκανε την πρεμιέρα του, ενώ οι κατηγορίες από τις οικογένειες των θυμάτων σημαδεύουν ήδη την πορεία του.
Στο σήμερα, μια Γερμανίδα δικηγόρος, η Κάρολαϊν, έχει, απρόθυμα μια και πρόκειται για... καυτή πατάτα, αναλάβει το φάκελο του αιτήματος των πολεμικών αποζημιώσεων για τη σφαγή των Καλαβρύτων στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Φιλότιμη και σχολαστική, αποφασίζει ν' αναζητήσει και ν' ακούσει, από πρώτο χέρι, το βίωμα του Νικόλα Ανδρέου, ενός από τους τελευταίους εν ζωή επιζήσαντες της τραγωδίας. Μέσα από τη δική του αφήγηση, σε flash back, ανακαλύπτει πώς ένας νομικός φάκελος μπορεί ν' ανταποκρίνεται στο σκοτεινό βίωμα εκατοντάδων ψυχών, πώς μια πολιτική απόφαση μπορεί ν' αντικατοπτρίζει τη διάλυση, για πάντα, εκατοντάδων σπιτικών, πώς μια μαύρη πολεμική ιστορία ξεφεύγει από τις σελίδες στις οποίες είναι γραμμένη και παίρνει ανθρώπινη ανάσα, μορφή και οδύνη.
Ο Νικόλας Δημητρόπουλος, που πρωτογνωρίσαμε το 2007 με το «Alter Ego», επιλέγει να δομήσει την ταινία του σε δύο χρόνους, βρίσκοντας το έναυσμά του στο ευρωπαϊκό παρόν. Κρίμα, γιατί το σύγχρονο κομμάτι της ταινίας είναι και το πιο αδύναμο, προσχηματικό κι αγκιστρωμένο από μια καθόλου πειστική ερμηνεία της Αστριντ Ρους. Αντίθετα, η αναδρομή στον Δεκέμβριο του 1943, έχει μια συνέπεια και μια δύναμη, στο πλαίσιο της συμβατικής, αφηγηματικής σκηνοθεσίας μιας πραγματικής ιστορίας - όχι λιγότερο χάρη στην παρουσία, σχεδόν χωρίς λόγια, της καθηλωτικής φιγούρας και του μελαγχολικού βλέμματος του Μαξ Φον Σίντοφ στον τελευταίο ρόλο του στο σινεμά, τον οποίο ο Δημητρόπουλος αξιοποιεί ιδανικά.
Το flash back στα εμπόλεμα Καλάβρυτα είναι ανθρωποκεντρικό, ευαίσθητο - μπαρουτοκαπνισμένο, φωτισμένο στα γκρι του ταλαιπωρημένου πληθυσμού, στα καφέ της γης που θα ποτιστεί με αίμα. Για μια ιστορία της οποίας εμείς, τουλάχιστον, γνωρίζουμε την έκβαση, ο Δημητρόπουλος καταφέρνει να ανεβάσει την ένταση (αυτή που απουσιάζει από τις συναντήσεις Καρολάιν και Νικόλα), την απόγνωση ακόμα, με ματιές σε οικογενειακές στιγμές, με διαδρομές κινδύνου μέσα στη φύση, εστιάζοντας στο προσωπικό (του μικρού, τότε, Νικόλα Ανδρέου) για να δώσει παλμό στο γενικό, στο πανανθρώπινο.
Και δεν σταματά εκεί: επειδή μία ιστορία δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις της, επιλέγει ν' αποτυπώσει μια στιγμή, όπου τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων, εγκλωβισμένα σ' ένα σχολείο που παίρνει φωτιά, διασώζονται από το χέρι ενός στρατιώτη των Ναζί ο οποίος αρνείται να εξαλείψει την ανθρωπιά του. Αυτή είναι η σκηνή που έχει προκαλέσει την οργή των κληρονόμων της Ιστορίας, αυτή είναι και, ξεκάθαρα, η καλύτερη σκηνή της ταινίας.
Ο Δημητρόπουλος δεν κάνει μαρτυρική απόδοση, κάνει μυθοπλασία βασισμένη στα γεγονότα και μια ιστορική αφήγηση έχει ανάγκη τ' ανθρώπινα διλήμματα που, επιπλέον, καθόλου δεν αλλοιώνουν την ουσία των συμβάντων. Τη φρικαλεότητα της εκδίκησης από την πλευρά του γερμανικού στρατού. Το εφιαλτικό αποτύπωμα της σφαγής των Καλαβρύτων στους επιζώντες, για πάντα. Τον παραλογισμό και τον τρόμο του πολέμου, όποιου πολέμου, για κάθε λαό.