Αν οφείλουμε να αναγνωρίσουμε κάτι στον Λικ Μπεσόν, είναι ότι στην διάρκεια της καριέρας του, που μετρά ήδη 40 χρόνια, δεν φοβήθηκε ποτέ την υπερβολή, αλλά στην καινούργια του ταινία, μοιάζει να βυθίζεται σε αυτή δίχως μέτρο, λογική ή όριο.

Το «Dogman» ξεκινά την διαδρομή του από το 11 (μετρώντας από το 1 έως το 10 της παραδοξότητας και της αμετροέπειας) και συνεχίζει να πηγαίνει σε όλο και πιο παράξενες περιοχές. Και ναι, η παραπάνω περιγραφή μπορεί να σας κάνει να σκεφτείτε πως ίσως κάτι αληθινά ενδιαφέρον υπάρχει εκεί, αλλά, όπως όταν κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί να ρίξει το βλέμμα σε ένα αυτοκινητιστικό στον δρόμο, μπορείτε και εδώ να είστε βέβαιοι: η νοσηρή περιέργειά σας δεν σας αποζημιώσει.

Ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς είναι ντυμένος Μέριλιν Μονρό στο πρώτο πλάνο της ταινίας και οδηγεί ένα φορτηγό γεμάτο σκυλιά, όταν τον σταματά η αστυνομία. Το μέικ απ του είναι μουτζουρωμένο, ώμος του έχει μια πληγή από σφαίρα και το ροζ του φόρεμα είναι χάλια. Στην επόμενη σκηνή, μια ψυχολόγος της αστυνομίας θα δοκιμάσει να λύσει το μυστήριο αυτού του εξωτικού πλάσματος που ακούει στο όνομα Ντάγκλας, και που φορά ξανθιά περούκα, ροζ φουστάνι, μεταλλικά στηρίγματα στα πόδια και μετακινείται με αμαξίδιο. Κι από εκεί θα πάμε κατευθείαν στην πιο γκροτέσκα απεικόνιση της θρησκόληπτης, βίαιης, white trash Αμερικής, στην οποία ο μικρός Ντάγκλας μεγαλώνει στην πορεία κυριολεκτικά σε ένα κλουβί μαζί με τα σκυλιά της οικογένειας.

Πιθανότατα λέξεις όπως, λεπτότητα, υπαινιγμός, μέτρο, ήταν απαγορευμένες στην παραγωγή της ταινίας, αφού ο Λικ Μπεσόν, φτιάχνει έναν σχεδόν αξιογέλαστα γκροτέσκο κόσμο για την παιδική ηλικία του ήρωά του και στην πορεία, καθώς η ψυχολόγος εξακολουθεί να ακολουθεί τα βήματά του, τον τοποθετεί σε ακόμη λιγότερο πιστευτά περιβάλλοντα, και συνθήκες. Εχοντας αποκτήσει το χάρισμα να επικοινωνεί με τους σκύλους, ο ενήλικος Ντάγκλας επανεφευρίσκει τον εαυτό του ως κάτι ανάμεσα σε σκοτεινό υπερήρωα και ντραγκ κουίν (παρουσιάζοντας τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Εντιθ Πιαφ, Μάρλεν Ντίτριχ και - φυσικά - Μέριλιν Μονρό), με τα σκυλιά του να αποτελούν το κρυφό του όπλο και την οικογένεια που ποτέ δεν γνώρισε.

Αυτό που ακολουθεί στην σχεδόν παραλληρηματική αφήγηση του και στην εικονογράφησή της από τον Μπεσόν, είναι σαν ένα τέρας του Φρανκενστάιν φτιαγμένο από μέλη του «Joker», του «White God» του Κορνέλ Μουντρουτσό, του «Dogman» του Ματέο Γκαρόνε, του «Ru Paul’s Drag Race», του «Ocean’s 11» αν πρωταγωνιστούσαν σκύλοι και ενός αλλοπρόσαλλου «Home Alone» στην σκηνή της κορύφωσης της δράσης.

Αν αναζητάτε κάποιο νόημα σε αυτή την τρικυμία εν κρανίω, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως είναι μια μεταφορά για τους παρίες αυτού του κόσμου και τις οικογένειες που φτιάχνουν, για την εκδίκηση των αδικημένων και των κατατρεγμένων, ίσως και ένα προσωπικό ύψωμα του μεσαίου δαχτύλου του Μπεσόν προς τους κριτικούς που ποτέ δεν τον πήραν στα σοβαρά και εκείνων που σπίλωσαν την εικόνα του τα τελευταία χρόνια κατηγορώντας τον για σεξουαλική κακοποίηση και βιασμό.

Ομως στην πραγματικότητα το «Dogman» δείχνει απλά σαν μια τραγελαφική κινηματογραφική μουτζούρα δίχως λόγο ύπαρξης, που δεν μπορεί να αντιληφθεί την διαφορά μεταξύ του κακόγουστου και του αληθινά προσβλητικού.