Η Μιλένα είναι μια μέσης ηλικίας μητέρα και νοικοκυρά, που ζει μια τακτοποιημένη ζωή στα προάστια του Βελιγραδίου. Oταν δεν έχει πρόβα στην τοπική χορωδία, περιποιείται τον εαυτό της, ετοιμάζει το φαγητό για όλους, κάνει έρωτα με τον σύζυγό της και δεξιώνεται τους φίλους της οικογένειας. Oμως μια ξεχασμένη βιντεοκασέτα θα ανατρέψει όλες τις βεβαιότητές της και η Μιλένα θα αναγκαστεί να πάρει αποφάσεις που θα συνταράξουν την ζωή όλων.

Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σκηνή της «Καλής συζύγου», η Μιλένα της Μιριάνα Καράνοβιτς πρωτοστατεί σε κάθε πλάνο της ταινίας. Εκείνη είναι που κάνει πρόβα στην τοπική χορωδία. Εκείνη που περιποιείται τον εαυτό της και την οικογένειά της δίχως να παραδίδεται στη μιζέρια της καθημερινότητας. Εκείνη που βρίσκεται εκεί για το σύζυγό της, που νιώθει εκτίμηση για τη ζωή της, που χαίρεται την παρουσία των παιδιών της δίπλα της, εξομαλύνοντας τις όποιες οικογενειακές εντάσεις. Εκείνη που νιώθει ακόμα γυναίκα και κάνει έρωτα με τον σύζυγό της αξιοποιώντας στο έπακρο την οικογενειακή της γαλήνη. Εκείνη που ζει μια τακτοποιημένη ζωή στα προάστια του Βελιγραδίου. Και, ναι, εκείνη που θα συνειδητοποιήσει πόσο εύθραυστη είναι η ζωή της, μόλις ανακαλύψει μια ξεχασμένη βιντεοκασέτα που έχει καταγράψει πολλά περισσότερα από παλιές χαρούμενες στιγμές.

Η πρώτη και η τελευταία σκηνή της «Καλής συζύγου» βρίσκουν την Μιλένα σιωπηλή και γυμνόστηθη. Μόνο που η γυναίκα της αρχής που κοιτάζεται μπροστά στον καθρέφτη δεν είναι η ίδια η γυναίκα που θα συναντήσουμε στο τέλος. Η Μιριάνα Καράνοβιτς, στην πρώτη της σκηνοθετική προσπάθεια, επιφυλάσσει για την ηρωίδα της ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης που πρόκειται να θέσει τη ζωή της σε νέα βάση, τις σχέσεις της με τους ανθρώπους σε νέες ισορροπίες και την αίσθηση της αλήθειας που ήξερε υπό αμφισβήτηση, συνθήκες που οδηγούν αναπόφευκτα στη σύγκρουση. Μόνο που, όντας έμπειρη ηθοποιός, η Καράνοβιτς γνωρίζει πώς να χειριστεί αυτή τη σύγκρουση, πώς να την αποτυπώσει και, εν τέλει, πώς να κάνει τον κοινό να την αισθανθεί χωρίς να καταφύγει σε υστερίες, υπερβολές και φτηνές ευκολίες.

Ισα ίσα, η Καράνοβιτς φροντίζει να στήσει στην εντέλεια τον μικρόκοσμο της Μιλένας της πριν τον αποδομήσει σταδιακά μέχρι το τέλος, και σκιαγραφεί με προσοχή τις πτυχές της ηρωίδας της μέσα στη μεσοαστική πραγματικότητα όπου έχει βολευτεί πριν αρχίσει να της τραβάει σιγά σιγά το χαλί κάτω από τα πόδια. Σχεδόν ολόκληρο το πρώτο ημίωρο της ταινίας μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς παρατηρητικό, όσο η Καράνοβιτς συνθέτει το πορτρέτο της σύγχρονης ηρωίδας της μέσα από μικρά καθημερινά επεισόδια που χτίζουν σταδιακά την προσωπικότητά της. Ακόμα όμως και όταν ρίξει την βόμβα στη Μιλένα, η Καράνοβιτς συνεχίζει να παρατηρεί με προσοχή τις ουσιαστικές διεργασίες που προκύπτουν από τα γεγονότα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις μικρές λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν τις εσωτερικές συγκρούσεις και να αποτυπώσει ολόκληρη την συναισθηματική διαδρομή της ηρωίδας της δίχως να τηλεγραφεί εξαρχής το αποτέλεσμα.

Και η αλήθεια είναι ότι στο μεγαλύτερο βαθμό, η Καράνοβιτς τα καταφέρνει θαυμάσια. Το βλέμμα της είναι πάντα πλούσιο, η ματιά της λέει από μόνη της όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει κανείς, η γλώσσα του σώματός της μαρτυρεί με εντυπωσιακή σαφήνεια τη μετάβαση από μια περήφανη σιγουριά σε μια, πληγωμένη αξιοπρέπεια. Η Καράνοβιτς γνωρίζει και τι θέλει να πει αλλά και τον τρόπο για να τον μεταδώσει και το όραμά της φαίνεται ότι έχει δουλευτεί ερμηνευτικά αλλά και, ευρύτερα, δημιουργικά, συνδυάζοντας ιδανικά τις ιδιότητες και του ηθοποιού και του σκηνοθέτη προς τόνωση του τελικού αποτελέσματος. Το ότι κάποιες φορές γίνεται περισσότερο συναισθηματική από όσο μας έχει συνηθίσει η αφήγησή της ή ότι κατά στιγμές αγνοεί την διακριτικότητά της και πατάει φευγαλέα στο προφανές (ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο «προβλημάτων» της Μιλένα είναι έκδηλος και ίσως κάπως χονδροειδής) είναι ατοπήματα που μπορούν να την συγχωρεθούν, ειδικά όταν τα πάντα αποτυπώνονται με ειλικρινές πάθος και δημιουργικό ενθουσιασμό.

Εξάλλου, η «Καλή σύζυγος» δεν είναι μια πολιτική ταινία (για αυτό, μπορεί να ανατρέξει κανείς στον φετινό «Θάνατο στο Σαράγεβο»), ούτε ένα καταγγελτικό φιλμ διαμαρτυρίας για τα εγκλήματα του παρελθόντος. Είναι μια προσωπική αφήγηση που παίρνει αφορμή από την ιστορία για να εξερευνήσει το παρόν και μια ταινία που ενδιαφέρεται κυρίως για τα κατάλοιπα της μνήμης και τον τρόπο που κάποιος είναι διατεθειμένος να τα κάνει στην άκρη προς χάρη της ατομικής του γαλήνης. Το εύρος του φιλμ, έτσι κι αλλιώς, παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος προσωπικό, μακριά από πολυδιάστατες αναλύσεις της κατάστασης (τις οποίες και σαφώς αποφεύγει) και εκεί βρίσκεται η δύναμή του. Ως συλλογική αφήγηση ιστορικής αφύπνισης, η «Καλή σύζυγος» περιορίζεται απλά σε μία επιφανειακή ανάγνωση. Ως προσωπική ιστορία της Μιλένα όμως, προσφέρει ένα πλήρες και συγκινητικό πορτρέτο που γίνεται απόλυτα επικοινωνίσιμο χάρη στην εντυπωσιακά πολυεπίπεδη ερμηνεία της δημιουργού του.