26 χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση στον «Δράκουλα» του Κόπολα, και 12 μετά τη δεύτερη στο «A Scanner Darkly» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, ο Κιάνου Ριβς και η Γουινόνα Ράιντερ ξαναβρίσκονται επί της οθόνης στο πιο ολέθριο κινηματογραφικό reunion που θα μπορούσαν να φανταστούν, και που πιθανότατα ήδη προσπαθούν να ξεχάσουν.
Αυτό, δηλαδή, που απεγνωσμένα θα προσπαθήσουν να κάνουν κι όσοι έχουν την ατυχία να παρακολουθήσουν την ανυπόφορη «αντι-ρομαντική» κομεντί του Βίκτορ Λεβίν, η οποία μοιάζει με το νόθο τέκνο του ανεξάρτητου αμερικανικού mumblecore και του mainstream χολιγουντιανού ρομάντσου, που κληρονόμησε τα χειρότερα γνωρίσματα των γονιών του και καμιά από τις αρετές τους.
Η Λίντσεϊ και ο Φρανκ συναντιούνται για πρώτη φορά σε ένα αεροδρόμιο και οι κουβέντες που ανταλλάσσουν είναι αρκετές για να δημιουργηθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή ανάμεσά τους αμοιβαία αντιπάθεια. Καθώς η (κακή τους) μοίρα θα τους φέρει να ταξιδεύουν δίπλα δίπλα, θα ανακαλύψουν σύντομα πως έχουν τον ίδιο προορισμό: τον γάμο του πρώην της Λίντσεϊ και θετού αδελφού του Φρανκ. Φυσικά, οποιοσδήποτε έχει δει έστω και μισή ταινία στη ζωή του γνωρίζει πολύ καλά πως το σεναριακό εύρημα ενός άνδρα και μιας γυναίκας που μισιούνται σφόδρα είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς έναν μεγάλο έρωτα από καταβολής κινηματογραφικού κόσμου, όμως ο Λεβίν (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο-ανοσιούργημα) δεν έχει σκοπό να κάνει την ευόδωση αυτού του πανάρχαιου κλισέ εύκολη για κανέναν μας.
Αντ’ αυτού θα προσποιηθεί (χωρίς πραγματικά να ξεγελάσει κανέναν) ότι θέλει να παραδώσει μια πιο ανατρεπτική εκδοχή ερωτικής ιστορίας, στα πρότυπα της τριλογίας του «Πριν το Ξημέρωμα» ή μιας feelbad, σπιρτόζικης βερσιόν του είδους, με δύο ήρωες που αποστρέφονται κάθε τι παραδοσιακά ρομαντικό (και... τα πάντα, γενικότερα). Η μεν Λίντσεϊ λόγω του επεισοδιακά διαλυμένου αρραβώνα της με τον αδελφό του Φρανκ, ο δε Φρανκ εξαιτίας ενός έμφυτου, αμετανόητου κυνισμού και μιας απροσδιόριστα δυσλειτουργικής σχέσης με την οικογένειά του.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πιο ανατρεπτικό στοιχείο της ταινίας είναι απλά το γεγονός ότι μπορείς να προβλέψεις πολύ καλά που θα οδηγήσει όλο αυτό, χωρίς ωστόσο να υπάρχει απολύτως τίποτα στο ενδιάμεσο που να δικαιολογεί την κατάληξη αυτή. Στο ενδιάμεσο, το αταίριαστο ζευγάρι θα μοιραστεί, αρχικά απρόθυμα και στη συνέχεια με αποκρουστικό ζήλο, όλες τους τις μισανθρωπικές απόψεις για τον έρωτα, τον γάμο, το σεξ, τους άλλους ανθρώπους και τη ζωή εν γένει, φλυαρώντας και γκρινιάζοντας ακατάπαυστα με κάθε αφορμή. Κι όταν λέμε ακατάπαυστα, εννοούμε αβάσταχτα, διαρκώς, ασταμάτητα και με τον πιο ενοχλητικό τρόπο, από το τραπέζι του γάμου μέχρι το δωμάτιο που εν τέλει θα αποφασίσουν να μοιραστούν, διακόπτοντας τις αλληλοπροσβολές και τα υπεραπλουστευτικά τους λογύδρια περί ματαιότητας της ανθρώπινης φύσης μονάχα για να επιτεθούν στο mini bar.
Θα μπορούσες σχεδόν να λυπηθείς τους δύο πρωταγωνιστές για τον εξαντλητικό μαραθώνιο κάκιστων διαλόγων που αναγκάζονται να ξεστομίσουν, αν οι αμήχανες ερμηνείες τους δεν ήταν αντάξιες του υλικού. Το μούσι του Κιάνου Ριβς μοιάζει να διαθέτει περισσότερες εκφράσεις από τον ίδιο, θυμίζοντάς μας γιατί η καλύτερη πρόσφατη ερμηνεία της καριέρας του είναι αυτή του λιγομίλητου εκδικητή, ενώ η Γουινόνα Ράιντερ δείχνει αποφασισμένη να καλύψει αναδρομικά τον χαμένο χρόνο της καριέρας της με ένα οδυνηρό ρεσιτάλ από υπερβολικές μούτες δυσαρέσκειας και ειρωνείας.
Κι αν ελπίζετε ότι η παρουσία των δευτερευόντων χαρακτήρων ίσως κάνει ελαφρώς πιο υποφερτή την κατάσταση, η σωτηρία δεν θα έρθει ποτέ: ο Λεβίν έχει αποφασίσει να κρατήσει κάθε άλλη ανθρώπινη παρουσία και συνδιαλλαγή στο φόντο. Αυτό που δυστυχώς επιλέγει να μας παρουσιάσει σε όλο του το απερίγραπτο μεγαλείο είναι μια από τις πιο ανεκδιήγητες ερωτικές σκηνές που καταγράφηκαν ποτέ στο σινεμά: Εχοντας αποδράσει για λίγο από το γαμήλιο γλέντι για μια βόλτα στην εξοχή, ο Φράνκ και η Λίντσεϊ συναντούν ένα… πούμα. Αφού γλιτώσουν από μια θανάσιμα στενή επαφή μαζί του θα αποφασίσουν να κάνουν σεξ στα χόρτα, συνεχίζοντας να μιλούν αδιάκοπα για το πόσο υπερεκτιμημένο είναι το σεξ και θλιβερή η ανθρώπινη ύπαρξη. Εχοντας ξεζουμίσει την -κατ’ όνομα μόνο- ρομαντική του κομεντί από κάθε ίχνος ρομαντισμού, το μοναδικό δίκαιο happy end που θα μπορούσε να της χαρίσει θα ήταν να δούμε τους δύο ήρωές του να κατασπαράζονται από τον αιλουροειδή κομπάρσο.