Eνας επιτυχημένος τραπεζικός επενδυτής, ο Ντέιβις, προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο πεθερός του τον πιέζει να συνέλθει, αλλά ο Ντέιβις αντιστέκεται. Αντ΄αυτού, εκτονώνεται μέσα από μια εξομολογητική και πολύ προσωπική αλληλογραφία που εγκαινιάζεται με μια επιστολή παραπόνων και απευθύνεται στην Κάρεν, μια υπάλληλο εταιρείας αυτόματων μηχανών πώλησης. Οι δυο τους θα έρθουν πολύ κοντά και θα αναπτύξουν έναν στενό δεσμό που αποδεικνύεται από μηχανής θεός και για τους δύο. Με τη βοήθεια της Κάρεν και του 14χρονου γιού της, ο Ντέιβις αρχίζει να συγκροτείται, αφού πρώτα κατεδαφίσει τη ζωή που είχε χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το κουκούτσι μιας ενδιαφέρουσας ιδέας υπάρχει στην καρδιά της καινούριας ταινίας του Ζαν Μαρκ Βαλέ, όμως η σάρκα της αφήγησης, των συναισθημάτων, της ουσίας που αναπτύσσεται γύρω του, δείχνει αληθινή μα έχει την γεύση κάτι ψεύτικου και συνθετικού. Αν θα έπρεπε να κοιτάξεις στην καρδιά αυτής της ταινίας όπως κάποια στιγμή το κάνει μια ομάδα γιατρών για την καρδιά του ήρωα στην διάρκειά τους, θα ανακάλυπτες –όχι με με μεγάλη έκπληξη- πως μπορεί ένα κομμάτι να μην λείπει, μα πως ολόκληρη χτυπά σε έναν απόλυτα υπολογισμένο ρυθμό.

Εναν ρυθμό που βρίσκει βαρετή μια ακόμη «τυπική» εξερεύνηση της λύπης και της απώλειας αλλά που το μόνο που μπορεί να βάλει στην θέση του είναι κάτι που φλερτάρει αφόρητα με την απιθανότητα, το γλυκανάλατο, την αδιαφορία. «Νιώθεις ποτέ ότι όλα είναι απλά μια μεταφορά» ρωτά ο Τζέικ Τζίλενχαλ την Ναόμι Γουότς και μια μια στιγμή μοιάζει να κάνει μια ειλικρινή κριτική στην ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί.

Γιατί παρά τις καλές προθέσεις το σενάριο μοιάζει γραμμένο από έναν έφηβο που έχει διαβάσει πολύ Τσακ Πόλανικ αλλά που δεν έχει ακόμη κατορθώσει να δώσει αλήθεια στην οργή του και σχήμα που να μπορείς να πάρεις στα σοβαρά σε αυτή την ταινία που θα μπορούσε να είναι εν δυνάμει ένα πικρό και σπαρακτικό φιλμ όχι απαραίτητα για μια επώδυνη απώλεια μα ίσως για μια ακόμη πιο επώδυνη αφύπνιση, μα που καταλήγει ένα ερζάτς δράμα γεμάτο αμήχανες ανάσες μαύρου χιούμορ.

Αυτό δεν το κάνει λιγότερο γοητευτικό στην επιφάνειά του, αλλά όσο κι αν ο έφηβος που κατοικεί ακόμη μέσα σε όλους μας μπορεί να χαίρεται για λίγο στο θέαμα ενός άντρα που καταστρέφει με μια βαριοπούλα το ακριβό σπίτι στο οποίο κατοικούσε –ναι το μαντέψατε σαν μια μεταφορά- ο ενήλικας δεν μπορεί παρά να καγχάσει στην σκέψη του πόσο προφανές και τελικά δίχως ίχνος συναισθήματος, είναι όλο αυτό.