Κι αν έχουμε δει ταινίες με «αταίριαστα» ζευγάρια που κάνουν ένα ταξίδι ζωής, ψυχής, πεπρωμένου. Αλλά αυτό εδώ είναι ένα ταξίδι διαφορετικό, που μιλά για γενιές, για προκαταλήψεις, για κατανόηση, για οικογένεια, για διακρίσεις, για ένα πέρασμα, μια μετάβαση, μια φυλομετάβαση, μια πανανθρώπινη αγάπη. Κι αν κατά στιγμές η ταινία παραπέμπει σε κάτι που έχουμε ξαναδεί, ίσως είναι κι επειδή, σίγουρα, το έχουμε ζήσει.
Οι ήρωες κι οι ηρωίδες είναι τρεις. Μια μεσόκοπη γυναίκα, Γεωργιανή, η Λία, με ολοφάνερο στο πρόσωπό της ότι υπήρξε καλλονή, μια συνταξιούχος δασκάλα με μια πεισματική αποστολή. Θέλει να βρει την ανιψιά της, την κόρη της αδελφής της που μόλις πέθανε, την Τέκλα (ή Θέκλα, την πρώτη γυναίκα μάρτυρα του Χριστιανισμού, από το Ικόνιο, σίγουρα όχι τυχαία), που ήταν αγόρι αλλά τώρα είναι γυναίκα. Η Λία θα περάσει από τη Γεωργία στην Τουρκία, θα διασχίσει τη Μαύρη Θάλασσα, παρέα με τον νεαρό Ατσι, ένα τρυφερό νέο άντρα και μαζί χαμένο κορμί, που αναζητά κάθε τρόπο να φύγει από την οικογένειά του. Στην Κωνσταντινούπολη, τη μητρόπολη με τα εκατοντάδες περάσματα, κι η ίδια πέρασμα για δεκάδες λαούς, η Λία κι ο Ατσι δεν θα βρουν την Τέκλα, αλλά την Εβρίμ, μια δυναμική τρανς γυναίκα δικηγόρο. Μαζί, θα βρουν τρόπους να εκπληρώσουν όνειρα και να βάλουν οριστική τελεία σε άλλα.
Ο Γεωργιανο-Σουηδός Λεβάν Ακίν, του «Και Μετά Χορέψαμε», εδώ με πρεμιέρα στο Πανόραμα της Berlinale, κάνει μια ταινία ζεστή, πολύκοσμη, όμως ταυτόχρονα επιλεκτικά μοναχική, καθώς καδράρει, μέσα στη βοή, ή τη βία, ή το χορό, μόνο τμήματα από πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, που αναζητούν το υπόλοιπό τους. Με τρεις εξαιρετικές ερμηνείες (ειδικά η Μζία Αραμπούλι ως Λία είναι μαγνητική, με τα σχιστά της μάτια και την πικραμένη της αξιοπρέπεια), ο Ακίν αποτυπώνει έναν κόσμο αλλαγών, «περασμάτων», όπου, τελικά, εκείνο που αλλάζει περισσότερο είναι του καθενός τα στεγανά και η οικουμενική ανάγκη για συγχώρεση.