Στο γύρισμα του αιώνα, λίγο πριν μπει ο εικοστός, σε μία εξοχική έπαυλη μοναδικής ομορφιάς, τρεις αδελφές ανταμώνουν για να παρηγορήσουν τη μία τους που πεθαίνει από καρκίνο. Η Αγκνες είναι μόλις 37, αλλά η ζωή της πλησιάζει στο τέλος της. Παίζει λίγο πιάνο, ζωγραφίζει λίγο, αλλά είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, που στην καθημερινότητά του υπάρχει μόνο η περίπου συνομήλική της οικιακή βοηθός. Οταν η κατάσταση της υγείας της επιδεινώνεται, έρχονται στο οικογενειακό αρχοντικό οι δύο αδελφές της για να χαρίσουν στην ετοιμοθάνατη παρηγοριά και αγάπη. Ομως είναι τόσο διαφορετικές οι αδελφές μεταξύ τους: η μεγαλύτερη, η Κάριν, είναι εγκλωβισμένη σε ένα άτυχο γάμο με κάποιον μεγαλύτερό της, που μισεί και σιχαίνεται. Κάτω από το κοινωνικό προσωπείο που με μεγάλη επιμέλεια συντηρεί, η γυναίκα είναι δυστυχισμένη και οργισμένη για το αδιέξοδο στην προσωπική της ζωή. Τελείως διαφορετικός χαρακτήρας είναι η μικρότερη αδελφή, που έρχεται κι αυτή για να συμπαρασταθεί στην Αγκνες, η Μαρία, η οποία είναι εξωστρεφής, καλοπαντρεμένη και ευτυχισμένη, ούσα ωστόσο μια ρηχή, φιλάρεσκη γυναίκα, που η μόνη της έγνοια είναι να περνάει καλά και να είναι αρεστή στους άλλους. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα ψυχοσυνθέσεων των τριών γυναικών, οι οποίες ενώνονται μόνο από το αίμα και την αγάπη μεταξύ τους, θα οδηγήσει σε έντονες συγκρούσεις, καθώς οι τρεις γυναίκες θυμούνται και επαναξιολογούν την κοινή τους πορεία, αλλά και τις ξεχωριστές διαδρομές στη ζωή τους.
Με την φύση, το φως και την αίσθηση της χαράς να υπάρχει μόνο στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, η οποία, στην υπόλοιπη διάρκειά της βρίσκεται κλεισμένη στην αποπνικτική ατμόσφαιρα μιας πολυτελούς εξοχικής έπαυλης όπου όλα τα βαραίνει ο πόνος, σωματικός και ψυχικός, η απογοήτευση και ένα κοκτέιλ καταπιεσμένων συναισθημάτων και διαστρεβλωμένης αγάπης, οι «Κραυγές και Ψίθυροι» είναι μια από εκείνες τις αρχετυπικές ταινίες που δίνουν στο σινεμά του Μπέργκμαν τον χαρακτηρισμό «μπεργκμανικό».
Φωτογραφημένο εντυπωσιακά από τον Σβεν Νίκβιστ (ο οποίος κέρδισε Οσκαρ για την δουλειά του) το φιλμ είναι ένα ασταμάτητο κρεσέντο θλίψης, απογοήτευσης κι οδύνης, μια ελεγεία για το τέλος της ζωής, της πίστης, της αγάπης, της οικογένειας, των ειλικρινών σχέσεων. Με τους άντρες σε αρχετυπικούς, αν και περαστικούς, ρόλους εξουσίας (σύζυγος, γιατρός, ιερέας), οι γυναίκες έχουν εδώ τον πρώτο λόγο, ο οποίος είναι πικρός, σκληρός κι ανέλπιδος, με την εξαίρεση της υπηρέτριας Ανα που είναι η μόνη που έχει ακόμη την ικανότητα για πίστη σε κάτι και ανιδιοτελή, ειλικρινή αγάπη, πράγματα για το οποίο κανένα από τα εναπομείναντα μέλη αυτής της οικογένειας δεν δείχνει να έχει τον χρόνο, ή το ενδιαφέρον.
Χτισμένο σε μια σειρά από βινιέτες που βυθίζονται όλες στο τέλος τους σε ένα κόκκινο χρώμα που καταπίνει τα πάντα, θεατρικό στην δομή του και ασφυκτικό στην αίσθηση που αποδίδει, το «Κραυγές και Ψίθυροι» είναι μια ταινία που μπορείς να θαυμάσεις, αλλά που δύσκολα μπορείς να απολαύσεις. Περιέχοντας μια το λιγότερο σπουδαία και επώδυνα δραματική (μεταθανάτια) σεκάνς και εικόνες αισθητικής αρτιότητας, είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο αναγνωρισμένες ταινίες του δημιουργού της (οι πέντε υποψηφιότητές του στα Οσκαρ βοήθησαν ασφαλώς), αλλά την ίδια στιγμή είναι και μια από τις πιο φορμαλιστικές και απέλπιδες και κατά στιγμές υπερβολικά δραματικές. Κ εκτός των άλλων είναι κι εν δυνάμει προβληματική, υπερβολικά πατριαρχική και πατερναλιστική στον τρόπο που κοιτάζει την γυναικεία ψυχοσύνθεση και τις σχέσεις μεταξύ των γυναικών.