O Τομ και η σύζυγός του διοργανώνουν ένα πάρτυ για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του. Eνας από τους καλεσμένους φέρνει μαζί του σαν συνοδό την Αλις. Ο Τομ είναι πεπεισμένος ότι γνωρίζει αυτή τη γυναίκα, με διαφορετικό όμως όνομα και βιογραφικό. Η ίδια η Aλις συμπεριφέρεται να μην τον έχει ξαναδεί ποτέ.

Το πρώτο αγγλόφωνο φιλμ του Τζόσουα Μάρστον («Κεχαριτωμένη Μαρία», «The Forgiveness of Blood») μάς συστήνει τη μυστηριώδη ηρωίδα του μέσα από ένα σχεδόν ονειρικής υφής μοντάζ διαφορετικών ταυτοτήτων: χίπστερ φοιτήτρια, νοσοκόμα, βοηθός ταχυδακτυλουργού στην Κίνα, γιάπισσα... Λίγο αργότερα, με την ιδιότητα της βιολόγου πλέον, τη βλέπουμε να γνωρίζει –τυχαία;– έναν άνδρα και να βρίσκεται προσκεκλημένη μαζί του στο πάρτι γενεθλίων ενός φιλικού του ζευγαριού.

Στην παρατεταμένη σκηνή του πάρτι, που κυριαρχεί στο πρώτο και καλύτερο μέρος της ταινίας, το παραπλανητικό παιχνίδι που η Αλις (Ρέιτσελ Βάις) παίζει με τους υπόλοιπους, άγνωστούς της, καλεσμένους παρασύρει εύκολα το κοινό σε μια ανάλογη κατάσταση με εκείνους: ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει ακριβώς καλά, αλλά δεν μπορούμε παρά να αποπλανηθούμε από την αφοπλιστική γοητεία της, αρκούντως αινιγματική αλλά ταυτόχρονα προσιτή, και την ανάλαφρη ευκολία με την οποία παραθέτει τις ακραίες τυχοδιωκτικές της περιπέτειες, που άλλοτε τη φέρνουν να μελετά σπάνιες βδέλλες στη μακρινή Τασμανία και άλλοτε να εξαφανίζεται χωρίς καμία εξήγηση από την οικογένειά της – μια συμπεριφορά ικανή εν τέλει να δημιουργήσει διχασμένα συναισθήματα στους γύρω της, προκαλώντας ζήλεια όσο και απέχθεια.

Ο Μάρστον μοιάζει να στήνει ένα παρόμοιο παιχνίδι παραπλάνησης με το κοινό του. Με μια απροσδιόριστα απόκοσμη φωτογραφία δια χειρός του Χρήστου Βουδούρη («Πριν τα Μεσάνυχτα», «Αλπεις») και μια ατμόσφαιρα που δεν θα έμοιαζε αταίριαστη σε μια υπαρξιακή ταινία επιστημονικής φαντασίας από ένα οικείο μέλλον, το φιλμ αναδίδει την πολλά υποσχόμενη αίσθηση ενός θρίλερ που προϊδεάζει για πολλά ακόμα μυστικά και ανατροπές.

Οταν όμως η σχέση της Αλις με τον οικοδεσπότη Τομ (Μάικλ Σάνον) αποκαλύπτεται, το όποιο μυστήριο εξανεμίζεται και οι «Αγνωστοι» προσγειώνονται σε ένα σαφέστατα πιο ρεαλιστικό, υπόκωφο δράμα γύρω από δύο χαρακτήρες που αναζητούν διέξοδο από τη ζωή τους: εκείνος συμβιβασμένος σε μια καθημερινότητα δίχως εκπλήξεις, εκείνη εγκλωβισμένη σε μια συνεχή φυγή από τον ίδιο της τον εαυτό.

Για να καταλήξει όμως πού; Σε μια ανεκπλήρωτη ερωτική ιστορία; Σε μια σπουδή για τα όρια που βάζουμε στον εαυτό μας κι εκείνα που επιβάλλονται από τον περίγυρό μας; Οταν ο γρίφος του Μάρστον ανοίξει πλέον τα χαρτιά του, όλη η μεθοδικότητά που είχε επιδείξει προηγουμένως υποβαθμίζεται από μια επιτηδευμένη αφαίρεση και ασάφεια που χωρίς το προκάλυμμα του μυστηρίου φαντάζει απλά ως ένα τέχνασμα για να αποκρύψει το γεγονός ότι η ιστορία του δεν πάει ακριβώς κάπου. Απρόθυμο να εξερευνήσει περισσότερο τους χαρακτήρες και τις επιλογές τους, το σενάριο βρίθει από ενδιαφέρουσες ιδέες (το ζήτημα της ταυτότητας, οι κοινωνικές επιταγές που ορίζουν τη συμπεριφορά μας και η ίδια η ψευδαίσθηση της έννοιας της επιλογής) τις οποίες όμως δεν γνωρίζει πώς ακριβώς να χειριστεί.

Το αποτέλεσμα παραμένει απρόσωπο και αδικαιολόγητα «λίγο» σε σχέση με τις αρχικές υποσχέσεις του, παρά τις μεμονωμένες καλοδουλεμένες σκηνές (όπως εκείνη όπου η Αλις κατορθώνει για λίγο να παρασύρει συνωμοτικά τον Τομ στο παιχνίδι της εξαπάτησης) και τις φιλότιμες προσπάθειες δύο αφοσιωμένων πρωταγωνιστών να δώσουν βάθος σε δύο μάλλον σχηματικούς χαρακτήρες.