Eνας ντετέκτιβ επιστρέφει στην ενεργό δράση μετά την αυτοκτονία της πρώην γυναίκας του. Από τη μία η υπόθεση που αναλαμβάνει, μια σκοτεινή ιστορία του θανάτου δύο αγοριών σε ένα αναμορφωτήριο τη δεκαετία του ’80 και από την άλλη η κόρη του που προσπαθεί να ξεπεράσει το θάνατο της μητέρας της, τον φέρνει αντιμέτωπο με μια αλληλουχία αποκαλύψεων που ενώνουν διαφορετικές εποχές και μοιάζουν να απειλούν την προσπάθεια του να συνεχίσει φυσιολογικά τη ζωή του με την κόρη του.
Βασισμένο στo ομότιτλο best seller της Ιρσα Σιγκουρδαρντότιρ και με το ισλανδικό τοπίο (αλλά και πολλά από τα κλισέ που αποδίδονται στους Ισλανδούς) να πρωταγωνιστεί στο προσκήνιο, το «Cold» ξεκινάει γεμάτο υποσχέσεις όχι μόνο για ακόμη ένα nordic noir, αλλά για μια ιστορία φαντασμάτων που ξεφεύγουν από το τετριμμένο και καταφέρνουν να αποτελέσουν μια παραβολή πάνω στην εύθραυστη ψυχολογία των εφήβων, τον εθισμό (εδώ στο αλκοόλ) και τον τρόπο με τον οποίο οφείλεις να θρηνήσεις πριν καταφέρεις να συμφιλιωθείς με την απώλεια.
Οι δύο χρόνοι βοηθούν καθώς η ιστορία στο αναμορφωτήριο - πιο γραφική από το παρόν - γίνεται η αφετηρία για να ξετυλιχθεί και ο μίτος της ιστορίας στο παρόν, το διττό «παγωμένο» του τίτλου μοιάζει γρήγορα να αφορά τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική θερμοκρασία των πρωταγωνιστών και των διαθέσεων τους και το μυστήριο μεγαλώνει καθώς το παρελθόν συναντά το τώρα με αναπάντεχους τρόπους και η μνήμη αρχίζει να γίνεται διάφανη καθαρίζοντας από τη θολή επίστρωση της ενοχής.
Είναι μόνο κρίμα, ότι το «Cold» δεν γίνεται ποτέ η ταινία που θα ήθελε να είναι, καταδικασμένο να περιστρέφεται γύρω από το ίδιο μοτίβο, με σκηνές στο παρελθόν που μοιάζουν βγαλμένες από κακογραμμένο και κυρίως κακοσκιτσαρισμένο graphic novel, επαναλήψεις και μεταφυσικές παρουσίες που δεν έχουν λόγο να υπάρχουν, σε μια υπερφορτωμένη ατμόσφαιρα βαριάς μελαγχολίας που προδίδει τόσο το fun ενός καθαρόαιμου θρίλερ όσο και την ψυχολογική διάσταση μιας ταινίας για την απώλεια και το κενό που αφήνει σε όσους μένουν πίσω μετά από ένα θάνατο.
Πολύ πριν τις αποκαλύψεις του φινάλε, πολύ πριν και από το όποιο ενδιαφέρον προκαλεί το απόκοσμο τοπίο και η μυθιστορηματική αφήγηση που χάνει γρήγορα το κινηματογραφικό της πρόσημο για να αναλωθεί σε τηλεοπτικές εναλλαγές διαθέσεων, πολύ πριν και από την έκπληξη που κρύβεται στην καρδιά αυτής της ταινίας, ο θεατής μοιάζει να ξεφυλλίζει σελίδες ενός best seller που δεν τον αφορά παρά μόνο στο επίπεδο του να γνωρίζει τι έγινε στο τέλος. Και μετά να ξεχάσει συλλήβδην ό,τι διάβασε (βλ. είδε) σχεδόν σαν να μην το διάβασε (βλ. είδε) ποτέ.