Αυτό που συμβαίνει, σχεδόν πάντα, με κάθε ριμέικ/reboot/reimagining/πείτε-το-όπως-θέλετε στην ιστορία του σινεμά είναι πως κανείς ποτέ δεν το ζήτησε.

Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια ταινία τρόμου όπως είναι η «Κούκλα του Σατανά» (με πρώτη εμφάνιση το 1988 σε σκηνοθεσία Τομ Χόλαντ), η οποία αν και κατάφερε όχι μόνο να δημιουργήσει ένα ποπ φαινόμενο, όπως είναι η δαιμονισμένη κούκλα Τσάκι, αλλά και ένα ολόκληρο franchise ταινιών, δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί επάξια δίπλα σε άλλα μεγαθήρια ταινιών του είδους.

Ζούμε, όμως, σε μια εποχή όπου η νοσταλγία κατασπαράζεται συχνά και ανελέητα από ένα αδηφάγο Χόλιγουντ για λίγα (εκατομμύρια) δολάρια παραπάνω, και έτσι ένα franchise που φαίνεται πως έχει εξαντλήσει (και εξαντληθεί), όπως εκείνο της «Κούκλας του Σατανά», αποκτά ένα reboot που καταλήγει γρήγορα να μοιάζει περιττό.

Ο Νορβηγός σκηνοθέτης Λαρς Κλέβμπεργκ, ο οποίος κατάφερε να κερδίσει την εύνοια του Χόλιγουντ με την αρκετά ανατριχιαστική μικρού μήκους ταινία «Polaroid» (αναζητήστε την, αν και σύντομα αναμένεται ένα μεγάλου μήκους χολιγουντιανό ριμέικ sic), εδώ, χωρίς τις ευλογίες των δημιουργών του franchise, μας παρουσιάζει μια ανανεωμένη εκδοχή του Τσάκι με αρκετές hi-tech αναβαθμίσεις (και ακόμη περισσότερους τρόπους να σκοτώνει). Το origin story, για το πώς η κούκλα απέκτησε δολοφονικές τάσεις αλλάζει τελείως και, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες (ποιος τις χρειάζεται άλλωστε;), δείχνει τόσο απλό όσο κάποιο ελάττωμα στον προγραμματισμό του συστήματός της. Γιατί ποιος δεν συμφωνεί ότι οι τελετές μαύρης μαγείας από έναν ετοιμοθάνατο serial killer που επιθυμεί να μεταφέρει την ψυχή του σε μια κούκλα μοιάζουν σεναριακά να είναι τόσο πολύπλοκες, όσο και ξεπερασμένες;

Σίγουρα η νέα «Κούκλα του Σατανά» στηρίζεται πάνω σε ένα πιο «αληθοφανές», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, σενάριο, αλλά ακόμα και έτσι μοιάζει σαν ένα κακογραμμένο επεισόδιο του «Black Mirror», καταλήγοντας ακριβώς εκεί όπου ξέρεις πως θα καταλήξει μια ιστορία η οποία μιλά για τους κινδύνους της τεχνολογίας και για το πώς αυτή επεμβαίνει καθημερινά στη ζωή μας. Το πρόβλημά του έγκειται κυρίως στο πώς η ιδέα αυτή μετατρέπεται σε μια ιστορία που δείχνει, το λιγότερο, υπερβολική, καθώς τίποτα από όσα βλέπεις να εξελίσσονται μπροστά στα μάτια σου δεν σε πείθει, έστω και στο ελάχιστο, για τις ενέργειες των ηρώων του.

Ακόμα και όταν ο Κλέβμπεργκ προσπαθεί να δώσει το δικό του στίγμα στη ταινία, πέφτει με τα μούτρα στο έδαφος, ενώ οι ανατριχίλες αναλώνονται περισσότερο στο gore και στο αίμα, παρά στην ατμόσφαιρα και στο μαύρο χιούμορ. Η προσπάθειά του να ισορροπήσει το ανθρώπινο δράμα με τον ψυχολογικό τρόμο μοιάζει σαν μια παραφωνία από κλισέ, τα οποία καταλήγουν νομοτελειακά σε ένα «ό,τι να ‘ναι» τρίτο μέρος.

Το μόνο πράγμα που καταφέρνει ίσως να κλέψει την παράσταση είναι ο Μαρκ Χάμιλ, ο οποίος δανείζει την φωνή του στον Τσάκι. Προσεγγίζει το «ρόλο» του με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο Μπραντ Ντούριφ στις προηγούμενες ταινίες και όχι μόνο φαίνεται πως το διασκεδάζει αλλά καταφέρνει να δώσει μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας. Στο κέντρο της προσέγγισής τους βρίσκονται οι πάντα εξαιρετικές του φωνητικές ικανότητες, εδώ σε μια προσπάθεια να δώσει έναν πιο ανθρώπινο τόνο σε ένα μηχάνημα όπως ο Τσάκι, αλλά πάντα με ιδανική ποσότητα από σατανικές πινελιές.

Το reboot της «Κούκλας του Σατανά» προσπαθεί μάταια να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα «γιατί έπρεπε να γίνει». Οι απαντήσεις δεν έρχονται ποτέ και το μόνο τρομαχτικό είναι ότι ταινίες σαν κι αυτές, οι οποίες μοιάζουν να έχουν ξεμείνει στο ράφι κάποιου ξεχασμένου βιντεοκλάμπ, ετοιμάζουν (ξανά και ξανά) το δυναμικό τους comeback. Βοήθειά μας.