Ηταν κάπως νομοτελειακό η ένδοξη, αιρετική, αναρχική και μεγαλειώδης καριέρα του Λουίς Μπουνιουέλ στον κινηματογράφο να τελειώσει με μια έκρηξη. Ή μάλλον με πολλές εκρήξεις. Αυτές, άλλωστε, δίνουν τον τόνο στο κύκνειο άσμα του, «Το Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου», μια ταινία που ο Ισπανός σκηνοθέτης γύρισε σε ηλικία 77 ετών, κι αν κι έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες πλέον από την πρώτη προβολή της το 1979, δεν έχει χάσει ούτε μια σπιθαμή από την αιχμή και την τόλμη της, αντιθέτως παραμένει πιο επίκαιρη και… εκρηκτική από ποτέ, ενδεικτική μιας αιώνιας νεότητας που από την πρώτη (ποικιλότροπη) τομή με τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» και για δεκαετίες προκάλεσε και λοιδώρησε τις συμβάσεις της αστικής τάξης.
Μέσα σε μια (τυπικά αστική) δυτική κοινωνία υπό κατάρρευση, με τη βία να εκδηλώνεται με συνεχείς δολοφονίες, βομβαρδισμούς, αεροπειρατείες και κάθε λογής βιαιοπραγίες και να δημιουργεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα παρακμής και χάους, ο Ματιέ, ένας ευυπόληπτος Γάλλος μεσήλικας, θα ποθήσει την Κοντσίτα, τη νεαρή Ισπανίδα καμαριέρα του, και θα κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει. Θα αρχίσει έτσι ένας ανελέητος και αδιάλειπτος αγώνας υποταγής, εξουσίας και εξευτελισμών, μια άνευ όρων μάχη ανάμεσα σε έναν άνδρα περιωπής και κύρους, με κύριο όπλο την ευμάρεια και την κοινωνική του θέση, και μια γυναίκα, που δεν δέχεται τη σεξουαλική εργαλειοποίησή της, γνωρίζει, όμως, πολύ καλά ότι η ομορφιά της και η απροθυμία να δοθεί σεξουαλικά στον πολιορκητή της, είναι η μοναδική εξουσία που διαθέτει πάνω του.
Κι αν αυτή η θεματική της ανελέητης σάτιρας απέναντι σε μια μπουρζουαζία που καίγεται από τα πάθη που η ίδια έχει προσπαθήσει να φιμώσει κάτω από μια επίπλαστη και ηθικολογική ευπρέπεια είναι τυπικά μπουνιουελική, ο μεγάλος σουρεαλιστής δίνει, σε μεγάλα κέφια, το τελειωτικό χτύπημα και τη χαριστική βολή στην εντροπική πορεία του ανεξέλεγκτου πόθου προς την (αυτο)καταστροφή, «διχοτομώντας» την Κοντσίτα και μοιράζοντας το ρόλο σε δύο διαφορετικές ηθοποιούς, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: από τη μια πλευρά, η μισχοειδής, αριστοκρατική και τυπικά Γαλλίδα Καρόλ Μπουκέ, από την άλλη η χυμώδης, εξωστρεφής και ανά πάσα στιγμή έτοιμη να εκραγεί, (στερεο)τυπικά δηλαδή Ισπανίδα, Ανχελα Μολίνα, ένα δίπολο που εναλλάσσεται διαρκώς στην οθόνη, ακόμα και μέσα στην ίδια σκηνή, μπροστά σε έναν ανίκανο να διακρίνει τη διαφορά Ματιέ.
Αυτή η ευφυής σύλληψη του Μπουνιουέλ και του σεναριογράφου Ζαν-Κλοντ Καριέρ, που προήλθε κατά τις φήμες ως λύση ανάγκης μετά την αποχώρηση της αρχικής πρωταγωνίστριας Μαρία Σνάιντερ λόγω έντονων διαφωνιών με τον σκηνοθέτη, απογειώνει την ταινία, δίνοντάς της εκείνους τους συμβολισμούς που ο Μπουνιουέλ τόσο μισούσε να αποδίδουν στο έργο του, το κάνουν, εντούτοις, τόσο συναρπαστικό και ανεξάντλητο σε αναγωγές και ερμηνείες. Γιατί έτσι αποτυπώνεται αυτή η δυϊκότητα του πόθου κάτω από μια κυρίαρχη φαλλοκρατική οπτική (ο Ματιέ είναι άλλωστε ο - αναξιόπιστος - αφηγητής της ταινίας και τα τεκταινόμενα παρουσιάζονται κάτω από το δικό του πρίσμα), η οποία εθελοτυφλεί και αδυνατεί να διακρίνει τις διαφορές ανάμεσα στις δύο γυναίκες.
Η εμμονή του Ματιέ, μάλιστα, τον κάνει να αψηφά τον κοινωνικό περίγυρο, τον οποίο αντιμετωπίζει σαν άλλη μια πρόσκαιρη ενόχληση, μια τροχοπέδη απέναντι στην κατάκτηση του αντικείμενου του πόθου του. Η συμπεριφορά του, αλλά και η όλη δυναμική του ζευγαριού, μοιάζουν να αντικατοπτρίζουν πλήρως και να υποδαυλίζονται από ένα κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο βίας και τρομοκρατίας, το οποίο αναπαράγεται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Και μπορεί η συμπεριφορά του Ματιέ να είναι ξεκάθαρα μισογυνική, ο Μπουνιουέλ, όμως, δεν χαρίζεται σε κανένα από τα δύο φύλα, προσφέροντας σε αμφότερα την κυριολεκτική και μεταφορική ψυχρολουσία, όσο μάλιστα η σεξουαλική ολοκλήρωση δεν επέρχεται ποτέ και ο θεατής σαρδόνια απολαμβάνει αυτή τη σαδιστική ματαίωση.
Διάστικτη από αλλόκοτες και διασκεδαστικές πινελιές αμιγούς και ανόθευτου σουρεαλισμού, όπως ο νάνος ψυχολόγος συνταξιδιώτης του Ματιέ, το μωρό γουρούνι στην αγκαλιά της ζητιάνας και η τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία «Επαναστατική Ομάδα του Νηπίου Ιησού» (!), αυτή η κάθε άλλο παρά πιστή κινηματογραφική διασκευή του ερωτικού μυθιστορήματος «Η Γυναίκα και το Νευρόσπαστο» του Πιέρ Λουίς ξεγυμνώνει τους (ανεπιτυχείς τελικά) μηχανισμούς καταστολής του ορμέμφυτου και κλείνει ιδανικά (και εμπρηστικά) το έργο ενός δημιουργού, ο οποίος, συνεπής στην κοσμοθεωρία του, δήλωσε επιτέλους ελεύθερος στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, όταν απαλλάχθηκε από τις σεξουαλικές ορμές. Και μπορεί ο ίδιος να έφυγε από τη ζωή έξι χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, το συνολικό έργο του, όμως, θα παραμείνει στο διηνεκές ένα σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.