Γνωστή ως ηθοποιός, πρωτοεμφανιζόμενη ως σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, η Πάολα Κορτελέζι εκπλήσσει και με την αισθητική και με το πνεύμα της, χτίζοντας μια ιταλιάνικη δαντέλα που ήσυχα σκεπάζει τον πυρήνα της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας καταπίεσης, ακριβώς σαν τον άνθρωπο που χαμογελά στωικά (ή υποταγμένα), ενώ γνωρίζει την τραγωδία που ζει. Και όμως, η αίσθηση που αφήνει το φιλμ είναι αυτή μιας κομεντί, αυτή της έκπληξης κι αυτή του θριάμβου.
Ο τόπος είναι η Ρώμη, ο χρόνος είναι το 1946, σε μια φασιστική Ιταλία ηττημένη στον πόλεμο, όπου οι σπιούνοι κι μαυραγορίτες αρχίζουν, δειλά, να παραμερίζονται και νέες ελευθερίες να ξεμυτούν. Ηρωίδα (την υποδύεται με μάτια βγαλμένα από το βωβό σινεμά η ίδια η Κορτελέζι) είναι η Ντέλια, νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα, σκλάβα. Δουλεύει όλη την ημέρα, ως νοσοκόμα και καθαρίστρια, για να μαζεύει χρήματα για την οικογένειά της (και λίγα για την ίδια, απ' αυτά που κρυφά χώνει στο μπούστο της), φτιάχνει το σπίτι, μαγειρεύει, μαλώνει τα παιδιά, περιποιείται τον κλινήρη αυταρχικό πεθερό της και φροντίζει τον αχαΐρευτο, μπερμπάντη, πότη, δυνάστη άντρα της. Ο οποίος, σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στη μέρα, τη σπάει στο ξύλο, «γιατί το χρειάζεται ο οργανισμός της». Μικρές αντιστάσεις τής Ντέλια μια γνωριμία με έναν μαύρο στρατιώτη του απελευθερωτικού στρατού, μια συνάντηση μ' έναν παλιό έρωτα. Μεγάλη αντίσταση, κρυφή κι ενδόμυχη, μια επιστολή που λαμβάνει, που ίσως φέρει τη δύναμη ν' αλλάξει τη ζωή της.
Αυτή την τόσο πολύπλοκη και τόσο οδυνηρά κλισέ ιστορία, η Κορτελέζι σκηνοθετεί με την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού, ως δάνειο κι ως φόρο τιμής, ασπρόμαυρα, μπολιάζοντας όμως τη φόρμα της με συνωμοτική ελαφρότητα, ιταλική ποπ μουσική και μικρά χορογραφημένα διαλείμματα του παραλόγου, που καλύπτουν το δράμα: όσο λαλίστατη είναι η οικογένεια κι η γειτονιά, τόσο οι σκηνές της βίας που ποτέ δεν βλέπει ο θεατής, μοιάζουν άυλες, εκτυλίσσονται στη σιωπή. Ανάμεσα στα βλέμματα των γυναικών στην κοινή αυλή των εργατικών σπιτιών, που γνωρίζουν αλλά δεν μιλούν.
Κι έτσι η ταινία, με το δικό της τρόπο, καμουφλάροντας με σκέρτσο τις βαθιές ανθρώπινες πληγές, όχι μακριά από το «La Vita e Bella» αλλά τόσο πιο κομψά, χωρά στις δυο ώρες της ολόκληρη την ιστορία της μεσογειακής πατριαρχίας, την επί γενιές ανατροφή χειριστικών, βίαιων αντρών και βολικών, υποταγμένων γυναικών, χαρίζοντας με το φινάλε της μια δροσερή ανατροπή που αγγίζει και το σήμερα και την ψυχή και τα χείλη.