Το αίσθημα του να βλέπεις το κινηματογραφικό «Cats» είναι αυτό που θα ένιωθε μια γάτα, τη στιγμή που κάποιος της έριχνε έναν κουβά νερό στο κεφάλι. Μόνο που η γάτα δεν θα ήθελε και να το συζητήσει μετά.
Για τους θεατές που έχουν ήδη την εμπειρία του θεατρικού μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ (μια από τις μακροβιότερες βρετανικές παραστάσεις, που ξεκίνησε από το West End του Λονδίνου το 1981 κι αμέσως ανέβηκε και στο Μπρόντγουεϊ και συνεχίστηκε για 21 και 18 χρόνια, αντίστοιχα), η... συγκεκριμενοποίηση των γατών που μιλούν και χορεύουν, στερεί πολλά από τη σουρεαλιστική μαγεία της παράστασης. Όσοι δεν έχουν ιδέα τι πάνε να δουν, πραγματικά δεν θα την αποκτήσουν.
Ο Τομ Χούπερ, του «Λόγου του Βασιλιά», του «Το Κορίτσι από τη Δανία» αλλά και του, επίσης μιούζικαλ, «Οι Αθλιοι», μεταφέρει στο σινεμά το grand opus (τουλάχιστον μέχρι το «Φάντασμα της Οπερας») του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ ο οποίος, με τη σειρά του, διασκεύασε ελεύθερα τα απολαυστικά ποιήματα με τον τίτλο «Old Possum’s Book of Practical Cats», που έγραψε ο Τ.Σ Έλιοτ για να διασκεδάσει τα εγγόνια του. Τα ποιήματα, έμμετρα, σύντομα κι ανάλαφρα, καταπιάνονται με την ψυχολογία μιας κοινότητας γατών, σκιαγραφώντας, ωστόσο, ταυτόχρονα και τύπους κοινωνίας, ανταγωνισμούς, ταξική ανισότητα, σκανταλιά, μελαγχολία.
Ο Χούπερ κρατά την ίδια φόρμα: οι γάτες συγκεντρώνονται στο κέντρο του Λονδίνου για τον ετήσιο χορό. Εκεί, η γηραιά και σεβάσμια αρχηγός τους, η Δευτερόνομη, θα επιλέξει ποια γάτα αξίζει να πάει στον Γατοπαράδεισο και να ξαναγεννηθεί. Ετσι, μία-μία οι γάτες αυτοπαρουσιάζονται μουσικοχορευτικά, για να διεκδικήσουν το ταξίδι, ή απλώς γιατί αυτό κάνουν. Η ταινία ξετυλίγεται μέσα σ' ένα λονδρέζικο σκηνικό, από τον Τάμεση, το Σόχο και το θέατρο Egyptian, ως το Πικαντίλι Σέρκους, «ενισχυμένο» ψηφιακά ώστε απλώς να μοιάζει με (εξαιρετικά σκοτεινό) παραμύθι - απλώς οι διάφορες ταμπέλες και σήματα στους δρόμους και τα κτίρια είναι, (καθόλου) εμπνευσμένα αλλαγμένα σε γατογλώσσα.
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζονται οι γάτες, δηλαδή από την πρώτη στιγμή, συνειδητοποιείς ότι κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Τα σώματά τους δεν είναι ντυμένα με κοστούμια, αλλά σχεδιασμένα ψηφιακά. Κι η κίνησή τους το ίδιο, μόνο που αντί για αιλουροειδούς, μοιάζει για κάποιο λόγο με χαλασμένο Ρόμποκοπ. Παρότι, επίσης παραδόξως, τα γατοκορμιά δεν έχουν καθόλου γεννητικά όργανα (μάλιστα στου Ίντρις Έλμπα μοιάζουν να έχουν παρα-διαγραφεί), οι θηλυκές γάτες έχουν στήθος καλυμμένο με γουνάκι. Σ' αυτές τις, ήδη αμήχανες, φιγούρες, τα πρόσωπα είναι «κολλημένα» με μια δυσαναλογία μεγέθους. Κι όταν πρόκειται για άγνωστους ηθοποιούς, σαν την «πρωταγωνίστρια» Βικτόρια της μπαλαρίνας του Royal Ballet, Φραντσέσκα Χέιγουορντ, ή τον Λόρι Ντέιβιντσον που κάπως σώζει το τομάρι του ως Κύριος Μυστόφελης, το σοκ είναι μικρότερο. Η εμφάνιση, όμως, ιερών τεράτων της βρετανικής υποκριτικής ή αγαπημένων σταρ, από την Τζούντι Ντεντς και τον Ιαν ΜακΚέλεν ως τον Ιντρις Ελμπα (που για ανεξήγητο λόγο έχει, επιπλέον, πράσινα ηλεκτρικά μάτια, σαν τον Θορ στο τελευταίο «Avengers»), να γλείφουν το ολόσωμο τρίχωμά τους, νιώθεις αυτόματα ετεροντροπή.
Εάν το κινηματογραφικό «Cats» ήταν πιο ρεαλιστικό (με τον τρόπο που επιτρέπει, πια, το cgi), ή πολύ πιο τριπαρισμένο, σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον. Αλλά, όπως φαίνεται, η επιλογή του Τομ Χούπερ ήταν... να επιχειρήσει το μιούζικαλ τρόμου; Από τη «μιούζικαλ» πλευρά, η μόνη συμμετέχουσα που φορά τη μοίρα της με αξιοπρέπεια, ακόμα και λάμψη, είναι η Τέιλορ Σουιφτ, που εμφανίζεται μόνο για ένα τραγούδι, συγκεκριμένα το μόνο νέο τραγούδι της ταινίας, το «Beautiful Ghosts» που δεν καταφέρνει να μείνει στη μνήμη. Αντίθετα, το πιο διάσημο τραγούδι του πρωτότυπου μιούζικαλ, το «Memory», που τραγουδά η ξεπεσμένη και δυστυχισμένη Γκριζαμπέλα, αναλαμβάνει η Τζένιφερ Χάντσον, η οποία έχει, μεν, μεγάλη φωνή, αλλά το πνίγει με υπερδραματοποιημένο συναίσθημα και, αλίμονο, έντονη μύξα.
Αμήχανο, αλλόκοτο, ανεξήγητο κι ακόμα και λίγο ανιαρό στην παρατακτική δομή του, το «Cats» είναι, ωστόσο, μία από τις ταινίες της χρονιάς που ο σινεφίλ οφείλει να δει, έστω για να συμμετάσχει στο... trending topic. Ή για να νιώσει μια μικρή, ευπρόσδεκτη αποστροφή. Ή για να διαπιστώσει αν όντως είναι τόσο μεγάλη η cat-αστροφή!