Η Ιρίνα, μια ανύπαντρη μητέρα από τη Βουλγαρία, μένει στις εργατικές κατοικίες στα προάστια του Λονδίνου. Οπως είναι αναμενόμενο, η ζωή της είναι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή: οι προσπάθειες να αξιοποιήσει το πτυχίο Αρχιτεκτονικής που έφερε από την πατρίδα πέφτουν στο κενό, καθώς η δουλειά στο μπαρ και οι καθημερινοί καβγάδες με τους γείτονες την απομακρύνουν ολοένα περισσότερο από τα όνειρά της. Ωσπου, μια μέρα, κάνει την εμφάνισή της μια αδέσποτη γάτα, η οποία μοιάζει να γίνεται μέλος της «οικογένειας», πριν τη διεκδικήσουν με τη σειρά τους ένας ένας όλοι οι κάτοικοι του κτιριακού συγκροτήματος.

Είναι κάτι παραπάνω από φανερή η προσπάθεια των Μίνα Μιλέβα και Βεσέλα Καζακόβα (από τη Βουλγαρία με έδρα το Λονδίνο, προϋπηρεσία στο ακτιβιστικό ντοκιμαντέρ και ουσιαστικά «ανεπιθύμητες» από τη βουγλαρική κυβέρνηση για τις αποκαλύψεις τους γύρω από τη διαφθορά του κομμουνιστικού κόμματος) να καταγράψουν γλαφυρά τη σημερινή πραγματικότητα στο Λονδίνο του Brexit, του gentrification και άλλων έννοιών που αποκτούν κάθε λεπτό διαφορετικό νόημα, μέσα από το βλέμμα του «ξένου» που πρέπει καθημερινά να αποδεικνύει το δικαίωμα που έχει να ζει σε ένα άλλο μέρος από αυτό που γεννήθηκε.

Λέγοντας «γλαφυρά», εννοούμε και με υστερία και υπερβολή στο ρεαλισμό και μια συνεχή «καταγγελία» και με «φορετά» ψεύτικα τελικά τσιτάτα γύρω από την παγκοσμιοποιήση, το χαμένο όνειρο του σοσιαλισμού, τη νέα τάξη των πραγμάτων παγκοσμίως, πρακτικές που βοηθούν στην εύκολη (βλ και λαϊκίστικη) ταύτιση του θεατή ο οποίος θέλει - και η ταινία κάνει τα πάντα για τον κάνει να το πιστέψει - να νιώσει όπως ακριβώς και η Ιρίνα, αλλά απομακρύνουν την ουσία από την, έστω και με κλισέ, κινηματογραφική ανάπτυξή της.

Αυτό δεν αφαιρεί από την ταινία την ενέργειά της και την πιστότητα στην τρυφερή χαρτογράφηση της ελπίδας για μια νέα ζωή σε έναν τόπο που ωστόσο αλλάζει πιο γρήγορα απ' όσο προλαβαίνεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Δεν τη βοηθάει όμως να εκμεταλλευτεί την αλληγορική ιδέα με τη «γάτα στον τοίχο» που δίνει και τη μυθοπλαστική ανάσα στην θεωρητικά ντοκιμαντερίστικη υφή της υπόλοιποης ταινίας και να γίνει και το πραγματικά ανανεωτικό πορτρέτο της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας, παραμένοντας διαρκώς σε εκείνο το χώρο που βρίσκονται οι ταινίες που νιώθεις ότι τις έχεις ξαναδεί και σε μια καλύτερη εκδοχή τους.