Πηγαίνοντας να δεις μια ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη, ξέρεις ότι μπορείς να περιμένεις μια σχεδόν συγκινητική επίδειξη αισθητικής, εμμονή στην λεπτομέρεια, λατρεία σχεδόν της εικονας. Το «Να Με Φωνάζεις Με Τ' Ονομά Σου» φυσικά τοποθετημένο σε ένα υπέροχο εξοχικό σπίτι στον βορρά της Ιταλίας, κατοικημένο από μια οικογένεια του πνεύματος που όμως δεν υπολείπεται σε χρήμα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι σαγηνευτικά όμορφο.

Ομως αυτή τη φορά, με πολύ μεγαλύτερη αλήθεια απ ότι στο «Είμαι ο Ερωτας» και με πολύ περισσότερο βάθος απ΄ότι στο «Κάτω από τον Ηλιο», ο Γκουαντανίνο δεν κοιτάζει απλά, μα βυθίζεται στους ήρωές του, χτίζοντας συναρπαστικά πορτρέτα ανθρώπων που δεν είναι κομμάτι ενός ντεκόρ μα που αποτελούν την παλλόμενη καρδιά της ταινίας του.

Στο κέντρο της βρίσκεται ο Ελιο κι ο Ολιβερ, ο πρώτος ο 17χρονος γοητευτικός πανέξυπνος, ικανός, διαβασμένος ταλαντούχος γιος του του καθηγητή Πέρλμαν που περνά τις μέρες του διαβάζοντας και παίζοντας μουσική και φλερτάροντας με τα κορίτσια. Ο δεύτερος ένας 25χρονος τελειόφοιτος που έρχεται να βοηθήσει τον πατέρα του Ελιο για το καλοκαίρι, ένας εκ πρώτης όψεως γεμάτος αυτοπεποίθηση νεαρός Αμερικάνος, με γυμνασμένο σώμα κι ακόμη πιο γυμνασμένο πνεύμα.

Οι σχέση των δυο τους, θα χτιστεί γύρω από τα καλοκαιρινά τραπέζια, από τις βόλτες με τα ποδήλατα στην πόλη, από τις βουτιές στην στέρνα ή την λίμνη και, στο ίδιο μπάνιο που μοιράζονται τα διπλανά δωματιά τους. Μια σχέση που δείχνει περίπλοκη, αφού οι δύο τους μοιάζουν να έλκονται από μια αδιόρατη βαθιά δύναμη και την ίδια στιγμή να κοντράρονται σε έναν εγωιστικό ανταγωνισμό.

Μόνο που στην ουσία για τον έφηβο νεαρό και για τον μεγαλύτερο του ενήλικα άντρα, οι έξι εβδομάδες που θα περάσουν μαζί θα μεταμορφωθούν λίγο πριν τελειώσουν σε μια ερωτική σχέση που έχει εξίσου να κάνει με την σάρκα τους όσο και με το πνεύμα ή την καρδιά τους, μια μαινόμενη βουβή καταιγίδα που θα τους παρασύρει σε περιοχές που δεν γνωρίζουν, που μαζί τους τρομάζουν και τους μαγνητίζουν.

Βρισκόμαστε στα 1983 στην επαρχιακή Ιταλία και ένας έρωτας σαν αυτόν δεν μπορεί παρά να είναι μυστικός, όμως στην περίπτωση του Ελιο και του Ολιβερ, οι οποίοι θα ανταλλάξουν τον πιο βαθύτερο εαυτό τους από το σώμα μέχρι και το όνομά τους, η βουή αυτής της καταιγίδας που θα τους μεταμορφώσει δεν μπορεί παρά να ακουστεί πιο πέρα από τους ίδιους.

Στο φιλμ του Γκουαντανίνο, η σεξουαλικότητα είναι ρευστή, αλλά ο έρωτας, η ένωση των δύο ηρώων του πηγαίνει πέρα από το φύλο τους. Ομως ακριβώς επειδή αυτή είναι μια ιστορία για τον έρωτα ανάμεσα σε δύο άντρες και μάλιστα πολύ νωρίς στην ζωή τους, δεν έχει τίποτα από την τετριμμένη ρουτίνα την ευτέλεια ενός συνηθισμένου ρομάντζου. Ο Ελιο κι ο Ολιβερ βιώνουν αυτόν τον έρωτα με όλο τους το είναι –όχι χωρίς εμπόδια, τα οποία πολλές φορές βάζουν οι ίδιοι- κι αυτό είναι που τον κάνει τόσο ξεχωριστό.

Κι ο Γκουαντανίνο κατορθώνει να πάρει από το ομώνυμο βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν, όλη την συναρπαστική ουσία αυτής της σχέσης, αφήνοντας στην άκρη την υπερβολική εγκεφαλικότητα ή τον αχρείαστο λυρισμό και να επικεντρωθεί στο πάθος, στο βάθος, στον πόνο. Κι αν ο πόνος είναι κάτι που μοιάζει να έρχεται σαν μια σφραγίδα ενός τέλους, το «Να Με Φωνάζεις Με Τ' Ονομά Σου», προτιμά να βλέπει μια διαφορετική του πτυχή.

Οι περισσότεροι από εμάς φοβούνται να μην νιώσουν πόνο και για να προστατευτούν καταλήγουν να μην νιώθουν τίποτα, είναι περίπου τα λόγια που ο πατέρας του Ελιο του λέει πριν το καλοκαίρι τελειώσει κι αφού ο Ολιβερ έχει φύγει. Σε αυτή τη σκηνή της κουβέντας ή μάλλον του μονολόγου του πατέρα προς τον γιο του, βρίσκεται η αληθινή ψυχή και το μεγαλείο της ταινίας, μια στιγμή σπάνιας συγκίνησης, αλήθειας κι ομορφιάς, που θα έκανε τον κόσμο μας καλύτερο αν μπορούσαμε όλοι μας να ζήσουμε κάτι ανάλογο πέρα από τα βιβλία ή τις ταινίες.

Αλλά ακόμη κι εκεί, σε ταινίες σαν αυτή, μπορεί να κάνει την διαφορά.