Σε έναν τόπο που μοιάζει «χαμένος στο σημείο που διπλώνει ο χάρτης», η αμερικάνικη αποτελεσματικότητα συναντά την βαλκανική γραφειοκρατία, ξεροκεφαλιά και πονηριά σε αυτό το γοητευτικό (αν και ανολοκλήρωτο) κωμικό δράμα που εξιστορεί μια σύγκρουση νοοτροπίας και συμπεριφορών, στο περιθώριο μιας άλλης, που γίνεται με όπλα στην διπλανή «γειτονιά».

Εμπνευσμένη από ένα αληθινό γεγονός, η πρώτη και μοναδική μεγάλου μήκους του Νεμέσκου που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα έξι εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων κι ενώ το φιλμ βρισκόταν στο μοντάζ, μπορεί να διαρκεί δυόμιση ώρες, αφού παρουσιάζεται ακριβώς όπως ο δημιουργός της την άφησε, αλλά ακόμη κι αν ένα πιο σφιχτό cut θα ωφελούσε την αποτελεσματικότητά της, δεν παύει να αποτελεί μια λαμπρή υπόσχεση για κάτι που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξερευνήσουμε.

Το «California Dreamin'» στην μορφή που προβλήθηκε πρώτα στις Κάννες το 2007 στη συνέχεια σε φεστιβάλ κι αίθουσες ολόκληρου του κόσμου και τώρα με χαρακτηριστική καθυστέρηση στην Ελλάδα, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα μιας πολιτισμικής σύγκρουσης ή συνάντησης που μπορεί να διαδραματίζεται με φόντο τον πόλεμο του Κόσοβο, αλλά που όπως αποδεικνύει η ιστορία (και οι ασπρόμαυρες σεκάνς από την δεκαετία του 40) μοιάζει σταθερή και απαράλλαχτη στον χρόνο.

Οι Αμερικάνοι στρατιώτες και ο καραβανάς επικεφαλής τους, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια κοινότητα και μια νοοτροπία που δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από τη δική τους. Οχι απαραίτητα καλύτερη, αφού στο φιλμ του Νεμέσκου, η βαλκανική γωνιά του πουθενά όπου το φιλμ διαδραματίζεται, υποφέρει από τις δικές της αμαρτίες και τα δικά της σοβαρά ελαττώματα. Ο σταθμός του τρένου στον οποίο αυτές οι δυο διαφορετικές κοσμοθεωρίες θα συναντηθούν στο πρόσωπο του στρατιωτικού και του σταθμάρχη, θα δώσουν την ευκαιρία στον Νεμέσκου να κοιτάξει με χιούμορ (συχνά ιδιαίτερα μαύρο) όχι μόνο τα κακώς κείμενα της χώρας του ή της αμερικάνικης νοοτροπίας του σωτήρα, αλλά και τα στερεότυπα που συχνά θολώνουν την ματιά μας απέναντι σε πράγματα που θεωρούμε δεδομένα.

Στο περιθώριο αυτής της κεντρικής ιδέας, το φιλμ θα αφήσει χώρο να αναπνεύσουν κάμποσες ακόμη ιστορίες και χαρακτήρες και θα δοκιμάσει να χωρέσει όχι πάντα πετυχημένα μια σειρά από στιγμιότυπα που άλλοτε λειτουργούν εξαιρετικά κι άλλοτε επιβραδύνουν τον ρυθμό ή εμποδίζουν την ταινία να ακονίσει την κοφτερή αιχμή της.

Σε κάθε περίπτωση, κι ακόμη κι αν το φιλμ του Νεμέσκου θα ωφελείτο σημαντικά από έναν πιο ταχύ, σφιχτό ρυθμό, δεν μπορείς παρά να μην αναγνωρίσει το σπουδαίο ταλέντο του νεαρού σκηνοθέτη (ήταν μόλις 26 όταν πέθανε) να συνθέτει μια εντυπωσιακή, πλούσια, αποκαλυπτική εικόνα, να χειρίζεται το ύφος και τον τόνο της ταινίας με μαεστρία. Και εκτός των άλλων, μοιάζει ακόμη πιο ενδιαφέρον το πόσο διαφορετικό είναι το κινηματογραφικό του στιλ από αυτό των συναδέλφων του της ίδιας γενιάς, που μοιάζουν να προτιμούν μια πιο σκοτεινή, σοβαρή, στιλιζαρισμένη ματιά στην κατάσταση της χώρας και των ανθρώπων της, από την γεμάτη ενέργεια, ζωή και συναίσθημα οπτική γωνία του Νεμέσκου.