Αυτή είναι μια επίσημη δραματοποίηση της ζωής και του έργου του θρυλικού μουσικού της ρέγκε, Μπομπ Μάρλεϊ (1945-1981). Πιο επίσημη δε γίνεται: ο γιος του Ζίγκι, η νύφη του Ορλι, η κόρη του Σεντέλα και η χήρα του Ρίτα φιγουράρουν ανάμεσα στα καμιά δεκαριά εμπλεκόμενα στην παραγωγή ονόματα. Τόσο επίσημη δε, που συχνά εύχεσαι να μην ήταν καθόλου. Οχι απλώς να μην την είχε ευλογήσει η οικογένεια, αλλά έως και να την είχε αναθεματίσει.
Καθώς, έτσι υμνητική όπως είναι, η ταινία του Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν («Η Μέθοδος των Γουίλιαμς») δεν επιτρέπει την παραμικρή ρωγμή στην προσωπικότητα του Μάρλεϊ. Κι εκεί που πάει κάτι να σπάσει, επιδιορθώνεται βιαστικά. Παράδειγμα, η σκηνή της λογομαχίας του μουσικού με τη γυναίκα του Ρίτα σε ένα ταξίδι τους στο Παρίσι. Τσακώνονται για τις απιστίες τους, κι εκείνη του υπενθυμίζει πόσες φορές έχει κάνει τα στραβά μάτια, πόσο αφοσιωμένη είναι στην ανατροφή των παιδιών τους, των νόθων συμπεριλαμβανομένων (ο Μάρλεϊ απέκτησε 13 παιδιά συνολικά, από διάφορες σχέσεις). Δυνητικά, είναι το πιο ενδιαφέρον σε ένταση και βάθος κομμάτι της προσωπογραφίας. Σε μια από τις επόμενες σκηνές, όμως, εκείνος απολογείται για τον τσακωμό. Και η Ρίτα τού απαντά όλα καλά, «περασμένα ξεχασμένα».
Στο μεταξύ, ο θεατής δεν έχει μάθει τίποτα ούτε για τα περασμένα ούτε για τα ξεχασμένα του Μάρλεϊ ως ανθρώπου - και ούτε πρόκειται. Προτεραιότητα είναι το καλλιτεχνικό του έργο και τα πολιτικά του κίνητρα, τα άρρηκτα δεμένα με τον ρασταφαριανισμό (αφρικανικής καταγωγής και προτεσταντικών επιρροών πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα) και την τριπλέτα ειρήνη-αγάπη-ενότητα που πρεσβεύει. Και αιχμή του σεναρίου η περίοδος 1976-1978, από τις ετοιμασίες του για μια συναυλία συμφιλίωσης στο παλλόμενο τότε από εμφύλιες διαμάχες Κίνγκστον της Τζαμάικα καιτην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του μέχρι τη φυγή του στο Λονδίνο, τη σύλληψη του εμβληματικού του άλμπουμ «Exodus» και την οριστική διεθνοποίηση της μουσικής του.
Ακόμα κι αυτά, ωστόσο, είναι παραδομένα σε μια εγκυκλοπαιδικού τύπου παράθεση όπου δε λανθάνει καμία ανησυχία, καμία ταραχή. Ενα λιστάρισμα που διακόπτεται αραιά και πού από κάποιο προσωπικό στιγμιότυπο όπως το παραπάνω συζυγικό. Ή φλασιές από τις παιδικές μνήμες του Μάρλεϊ με τον λευκό πατέρα του, κατά κανόνα μέσα σε ένα φλεγόμενο χωράφι, σαν σε όνειρο. Ενθέσεις άκαιρες και άκυρες, εκτός πλαισίου θαρρείς, σε ένα παράλληλο μίνι πρόγραμμα σκάρτου ιμπρεσιονισμού, για το… ξεκάρφωμα.
Με αυτά τα θρυλικά και με εκείνα τα ελλειμματικά, το φιλμ καταντά πιο ανώδυνο κι από βιογραφική τηλεταινία του ’80, και τα μόνα που μένουν είναι η ευπρεπής - λεκτική, τραγουδιστική και σωματική - ερμηνεία του διαβασμένου, ως φαίνεται, Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ (ένας από τους άφρο Κεν της «Μπάρμπι») και οι εντυπωσιακές σε πιστότητα εκτελέσεις ασμάτων του ιεραπόστολου της ρέγκε.