Στην Ελλάδα, όπου το όποιο εγχώριο εμπορικό σινεμά μονοπωλείται κυρίως από (συνήθως χοντροκομμένες) κωμωδίες και ιστορικά δράματα, οι ντόπιες προσπάθειες για σινεμά είδους είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτες. Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι καλές προθέσεις δεν είναι ποτέ από μόνες τους αρκετές.
Αυτή είναι η περίπτωση της «Μπλε Βασίλισσας», που επιχειρεί ένα νουάρ θρίλερ με φόντο την Αθήνα του σήμερα, με επίκεντρο τη ληστεία από μια συμμορία του διαμαντιού του τίτλου, ενός από τα πολυτιμότερα του είδους του στον κόσμο. Δεν χρειάζεται να αναλύσει κανείς την ίδια τη σκηνή της ληστείας που εκτυλίσσεται με συνοπτικές διαδικασίες και εκτός πλάνου – ενδεχομένως για λόγους κόστους. Αλλωστε το ζουμί της υπόθεση ξεκινά αμέσως μετά, όταν οι εμπλεκόμενοι και οι συνεργάτες τους μοιάζουν να έχουν ο καθένας το δικό του σχέδιο για την απόκτηση της λείας και το στοίχημα πέφτει στο ποιος θα προδώσει ποιον.
Κι αν το σκηνικό μιας ληστείας όπου όλα πηγαίνουν στραβά είναι χιλιοϊδωμένο, από mainstream μέχρι φεστιβαλικής κατανάλωσης παραγωγές, ο Σιπσίδης και οι σεναριογράφοι του το εμπλουτίζουν ξετυλίγοντας σταδιακά την ιστορία τους μέσα από τις διαδοχικές διαφορετικές οπτικές των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων για τα γεγονότα. Ενα εξίσου πολυχρησιμοποιημένο εύρημα που όμως μπορεί να αποδειχθεί συναρπαστικό, αν χρησιμοποιηθεί σωστά. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, κρύβει λιγότερες εκπλήξεις απ’ όσες νομίζουν ότι αποκαλύπτουν οι υποτιθέμενες ανατροπές, μέχρι το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών του φινάλε και την τελική κάθαρση που απογοητευτικά συντελείται από έναν χαρακτήρα-από μηχανής θεό.
Στο ενδιάμεσο, έχουμε παρακολουθήσει μερικές διόλου πειστικές σκηνές δράσης και μερικές εξίσου αναληθοφανείς ερμηνείες. Ο,τι απομένει είναι μερικές σκόρπιες ενδιαφέρουσες ιδέες και μια επαρκής σκηνοθεσία που δεν αρκούν ωστόσο για να καλύψουν τις πολυάριθμες ατέλειες ή να δημιουργήσουν μια κάποια ατμόσφαιρα αγωνίας για την τύχη των χαρακτήρων.