Και να που η Ζόι Κράβιτς, εκτός από παιδί θρυλικών γονιών (της Λίζα Μπονέ και του Λένι Κράβιτς), πανέμορφη γυναίκα και θαυμάσια ηθοποιός, αποδεικνύεται και μερακλίδικη σκηνοθέτης. Στο σενάριο είναι που λίγο θα τα χαλάσουμε.

Η ιστορία παρακολουθεί τη Φρίντα που, παρέα με την κολλητή της, την Τζες, δουλεύουν σερβιτόρες σ' ένα από τα λαμπερά πάρτι του μεγιστάνα Σλέιτερ Κινγκ: η Φρίντα, μάλιστα, θα του γυαλίσει κι ο Σλέιτερ θα τις καλέσει, παρέα μ' έναν κύκλο έκκλητων κοσμικών, στο ιδιωτικό νησί του. Οτι στην αρχή της ταινίας έχουμε δει τον Κινγκ σε μια τηλεοπτική συνέντευξη, ν' απολογείται «ταπεινά» για κάτι μιαρό, άγνωστο σ' εμάς, που έχει διαπράξει και να ορκίζεται ότι στο μέλλον θα είναι καλύτερος, θέτει το συγκρουσιακό στοιχείο.

Στο νησί η σαμπάνια ρέει άφθονη, μαζί τα λάιτ ναρκωτικά, τα πλουσιοπάροχα εδέσματα και μια αίσθηση κλεμμένης ελευθερίας, μια και οι καλεσμένοι έχουν από την αρχή παραδώσει τα κινητά τους. Είναι αυτός ο τόπος των ονείρων, ή ένας εφιάλτης που ελλοχεύει;

Η Κράβιτς είναι προφανές πως αγαπάει την εικόνα και τις δυνατότητες που προσφέρει το σινεμά, τα πλάνα της είναι εντυπωσιακά, αισθησιακά, παιχνιδιάρικα, με χιούμορ όταν το ταξίδι ξεκινά, σκοτεινά όταν η πλοκή το προκαλεί. Τα μηνύματα, επίσης, που η σκηνοθέτης θέλει να περάσει είναι πεντακάθαρα: αντλώντας από μια σειρά σχετικών ταινιών (από το «Glass Onion» ως το «Μενού»), αλλά και, κυρίως, από την πραγματικότητα (η ιστορία του Τζέφρι Επσταϊν δεσπόζει στη συνείδηση), μιλά για την κατάχρηση εξουσίας, σεξουαλικής και μη, του προνομιούχου λευκού άντρα, για την προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, για μια σαθρή καπιταλιστική κοινωνία που καμουφλάρει το έγκλημα με σαμπάνια και ιδιωτικά τζετ και όμορφους ανθρώπους.

Εχοντας, ωστόσο, θέσει το τερέν της στο πρώτο μέρος, δεν καταφέρνει να συντηρήσει την αινιγματικότητα, το σασπένς και τη γοητεία του και στο δεύτερο, καταλήγοντας μ' ένα αδικαιολόγητο φινάλε, επιφανειακές σεναριακές επιλογές και μια αίσθηση ακύρωσης μιας ταινίας που θα μπορούσε να ήταν υπέροχη, αλλά το cin-cin της μοιάζει κούφιο.