Η Μπλάγκα είναι μία 70χρονη συνταξιούχος δασκάλα, που ζει στο Σούμεν της Βουλγαρίας. Ο γιος της είναι νταλικέρης στην Αμερική, κι ο άντρας της πέθανε πριν από λίγες εβδομάδες. Για να συμπληρώνει την πενιχρή της σύνταξη, η Μπλάγκα κάνει μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες που θέλουν να πάρουν την υπηκοότητα. Μέλημα της είναι να αυξήσει λίγο τις οικονομίες που κρύβει κάτω από το στρώμα της, για να αγοράσει δυο μαρμάρινους τάφους, για την ίδια και τον άντρα της - πριν τα σαράντα του. Μόνο που ο εργολάβος είναι κι αυτός διεφθαρμένος - συνεχώς της ανεβάζει την τιμή, συνεχώς την εκβιάζει ότι περιμένουν κι άλλοι για τους ίδιους τάφους κι, αν τους θέλει, πρέπει να βιαστεί.

Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Μέσα σε όλη αυτή την πίεση, η γερόντισσα πέφτει θύμα τηλεφωνικής απάτης από μία συμμορία που απομυζεί συνταξιούχους και τα χάνει όλα - χρήματα, κοσμήματα, αξιοπρέπεια. Στην απελπισία της, αποφασίζει για πρώτη φορά στη ζωή της να παρανομήσει…

Ο Στέφαν Κομαντάρεφ δεν τοποθετεί τυχαία την δράσει στο Σούμεν. Ούτε βάζει επανειλημμένα την ηρωίδα του να ανεβαίνει τα 1300 σκαλοπάτια του μνημείου των «Ιδρυτών του Βουλγαρικού Κράτους» που είναι κοντά στο σπίτι της. Η Μπλάγκα ανήκει σε μία γενιά που έζησαν την καταπιεστική ανέχεια του κομμουνιστικού καθεστώτος («ο άντρας μου δεν πίστευε στο Θεό, αλλά στον Λένιν»), έζησαν και την αποκαθήλωσή του ως κάτι που θα χάριζε ελευθερία και, δυστυχώς, έζησε και ζει και την επέλαση της διαφθοράς του καπιταλισμού. Ούτε να πεθάνει δεν μπορεί αυτή η γενιά: υπάρχει «η ελεύθερη αγορά» που αυξάνει τις τιμές στους τάφους.

Ο Κομαντάρεφ γύρισε την ταινία ως την ολοκλήρωση της τριλογίας του («Directions», «Rounds») με την οποία σχολιάζει καυστικά και θλιμμένα την πτώση των ιδανικών της χώρας του. Κι αν οι πρώτες δυο ταινίες είχαν χιούμορ στο τρόπο που διακωμωδούσαν κοινωνικές κάστες (ταξιτζήδες, αστυνομικούς), εδώ (ακόμα κι αν η σεκάνς της απάτης μοιάζει με κωμωδία του παραλόγου) η τονικότητα της ατμόσφαιρας συμβαδίζει με το βλέμμα και τις ρυτίδες της ηρωίδας. Πάντα αυστηρή - με τους μαθητές της, τα παιδιά της, τον εαυτό της. Ανεβαίνει πεισμωμένα και στωικά τα 1300 σκαλοπάτια, γιατί και τα δικά της χέρια έχτισαν αυτή τη χώρα. Και τώρα τι κάνει η χώρα για εκείνη; Μόνη της παλεύει με τους συστημικούς απατεώνες, μόνη της και με τους απατεώνες από τους οποίους το σύστημα δεν μπορεί να την προστατέψει. «Μια ζωή ακολουθούσα τους κανόνες» λέει. Και ξέρεις, ότι τώρα έχει πάρει τις αποφάσεις της.

Ο ρυθμός που κρατά ο Κομαντάρεφ είναι ένα masterclass στο πώς να χτίσει κανείς σασπένς και ένταση, ενώ φαινομενικά καταθέτει μία ταινία κοινωνικού ρεαλισμού. Η κάμερα του παρατηρεί την ηρωίδα στο αδιέξοδό της, με τον φωτογράφο Βέσελιν Χριστόφ να την εγκλωβίζει στα κάδρα, να τη θάβει στους πεθαμένους τόνους του χειμωνιάτικου τοπίου. Ταυτόχρονα όμως, το μοντάζ της Νίνα Αλταπαμάρκοβα υπογραμμίζει το κατεπείγον, την τελευταία ευκαιρία ενός ανθρώπου για δράση. Πιάνουμε τους εαυτούς μας να τη ζητωκραυγάζουμε όταν αποφασίζει και η ίδια να παρανομήσει, με αυτή τη φόρα του «σκοπού που αγιάζει τα μέσα» που ποτέ δεν οδηγεί (τουλάχιστον τους αθώους ανθρώπους) σε καλό.

Το πραγματικό διαμάντι της ταινίας όμως είναι η πρωταγωνίστρια του. Η Ελι Σκόρτσεβα δεν χαρίζεται στην Μπλάγκα - την ερμηνεύει και δίκαιη και αντιπαθητική και ικανή και αφελή και πεισματάρα και εύθραυστη. Και θύμα και θύτη. Δεν χρειάζεται να πει πολλά. Τα σφιγμένα χείλη της και το βλέμμα που τρέχει ανήσυχα διηγούνται εκκωφαντικά τις ιστορίες τους. Όπως και το μνημείο στέκεται ως σύμβολο των ανθρώπων που πάλεψαν για να μείνουν με άδεια ταμεία και άδειες καρδιές.

Η Σκόρτσεβα κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Kάρλοβι Βάρι και η ιστορία της συμπληρώνει ιδανικά αυτή της ηρωίδας της: μία ηθοποιός που μεσουράνησε τις δεκαετίες του 70 και του 80 για να αποσυρθεί μετά την πτώση του καθεστώτος, επιστρέφει σήμερα και γυρίζει αυτή την ταινία. Και παραδίδει μαθήματα ερμηνείας.