Blackbird singing in the dead of night / Take these broken wings and learn to fly / All your life, you were only waiting for this moment to arise... [«Blackbird» - The Beatles].
H 48χρονη Ετέρο ζει μία μοναχική ζωή, σ' ένα μικρό χωριό της Γεωργίας. Ιδιοκτήτρια ενός μίνι μάρκετ με ελάχιστα προϊόντα καθαρισμού, έχει μόνο μία φίλη, δεν έχει -και δεν είχε ποτέ- σύντροφο. Η μητέρα της πέθανε όταν εκείνη ήταν μωρό (η εγκυμοσύνη είχε φέρει επιπλοκές στον καρκίνο της). Ο ψυχρός πατέρας της δεν της συγχώρεσε ποτέ την απώλεια της γυναίκας του - την άφηνε έρμαιο στην κακότροπη, βίαιη συμπεριφορά του μεγάλου της αδελφού. Η Ετέρο μεγάλωσε απότομα για να τους περιποιείται. Να κάνει ό,τι οι γυναίκες έκαναν πάντα: να τους καθαρίζει, να τους μαγειρεύει, να τους φροντίζει, να καταπίνει τα ξεσπάσματα, να συγχωρεί, να συνεχίζει.
Συμβαίνει κάτι περίεργο όμως σε όσους έχουν ωριμάσει έτσι απότομα. Σε άλλους τομείς, η συναισθηματική ανάπτυξη έχει καθυστερήσει. Το παιδί μέσα τους επαναστατεί, γιατί δεν έζησε την ανεμελιά του. Τώρα που οι δυο άντρες πέθαναν, η 48χρονη Ετέρο ζει μοναχικά στο αφρόντιστο πατρικό της. Ολοι την έχουν για γεροντοκόρη, που έχασε την ευκαιρία να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Κανείς δεν βλέπει πέρα από την αυστηρή, βλοσυρή της φιγούρα. Το παιδί που τώρα χαίρεται την ελευθερία του - η διασκέδασή του είναι να μαζεύει μαύρα βατόμουρα και, καθώς στο άδειο σπίτι κανείς δεν το βλέπει, να τρώει το γλυκό κουταλιού τους για πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό. Το παιδί που έχει αποφασίσει ότι αν ο γάμος είναι αυτή η καταπίεση που έζησε, όχι, δεν το θέλει.
Μόνο που μια μέρα, η Ετέρο έρχεται αντιμέτωπη με το θάνατο - γλιστράει, όσο μαζεύει τα αγαπημένα της βατόμουρα, και παραλίγο να πέσει στο ποτάμι και να πνιγεί. Αυτή η εμπειρία ξυπνάει μέσα της μία σπίθα για όσα δεν έζησε. Και το μαυροπούλι ανοίγει τα φτερά του - όχι όμως με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς...
Η Ελενε Ναβεριάνι διασκευάζει το βιβλίο της Τάμτα Μελασβίλι, το οποίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο - για να μάς βάλει μέσα στο μυαλό και την καρδιά της ηρωίδας της. Σ' έναν σεξιστικό κόσμο, όπου ακόμα και οι ίδιες οι γυναίκες (οι κουτσομπόλες γειτόνισσες της Ετέρο είναι ανελέητα σκληρές μαζί της) κρύβουν εσωτερικευμένο μισογυνισμό κι έχουν μάθει είτε να λυπούνται, είτε να φοβούνται όσες δεν ακολουθούν το μοτίβο της συζύγου/μητέρας, το να καταλάβει κανείς την ηρωίδα είναι πολύ δύσκολο.
Η Ναβεριάνι κοιτά κι εκείνη τον κόσμο μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας της - κι ας μην έχει το πλεονέκτημα της λογοτεχνικής αφήγησης. Εκείνη χρησιμοποιεί την κινηματογραφική γλώσσα. Κατασκευάζει έναν κόσμο «άδειο», σπαρτιατικά διακοσμημένο, στεγνό από ζωή (το οποίο, φυσικά, είναι και ένα σχόλιο για τη φτώχεια στη χώρα της), ακίνητο και δύσκαμπτο. Ετσι είναι και έτσι αισθάνεται και η Ετέρο. Ενα σώμα αφημένο, ένα πρόσωπο αγέλαστο, δυο αυστηρά μάτια που πρέπει να κοιτάξεις προσεκτικά, βαθιά, για να δεις τον πόνο, τον φόβο, τη γλύκα.
Με τη βοήθεια της DP της, Ανιές Πακόζντι, η Ναβεριάνι εγκλωβίζει την Ετέρο στις βαριές σκιές και τα επιβλητικά έντονα χρώματα σκουριάς του πατρικού της. Ενα μαυσωλείο είναι το οικογενειακό σπίτι - στους ψηλοτάβανους χώρους του, ακόμα κι ο μεγαλόσωμος όγκος της Ετέρο συρρικνώνεται απειλητικά κι όταν οι κακοποιητικές αναμνήσεις ζωντανεύουν, τα σκοτάδια παίρνουν φωτιά σαν πυρκαγιά που απειλεί τις αισθήσεις.
Οταν όμως ο έρωτας μπει στη ζωή της Ετέρο, η κάμερά της Ναβεριάνι αποδεσμεύεται, ξεγλιστρά από τα ακίνητα κάδρα. Κινείται υγρά, μαλακά, ανοίγει το φακό της να χωρέσει ανάσες. Τραγούδια του Αζναβούρ έρχονται κόντρα με την σκληρότητα της εικόνας, κλεφτά χαμόγελα φωτίζουν την επιβεβλημένη μοναξιά.
Η μεγαλύτερη δύναμη της ταινίας όμως είναι η πρωταγωνίστριά της. Η Eκα Τσαβλιεσβίλι φορά την λακωνική, αγριωπή φιγούρα της Ετέρο με μία μελετημένη, αλάνθαστη εγκράτεια. Την κουβαλά με πληγωμένη περηφάνεια, με τολμηρή διαφορετικότητα. Κι όταν το μαυροπούλι ξεκινήσει το ξεσηκωτικό κελάηδισμά του μέσα της, η Τσαβλιεσβίλι επιτρέπει στην ηρωίδα της να μαλακώσει. Τα μάτια της λάμπουν διαφορετικά, τα μάγουλά της αποκτούν ζωή, τα χείλη της ανοίγουν με ωμές απαντήσεις στα πικρόχολα σχόλια, η καρδιά της ρίχνει τα τείχη κι επιτρέπει να τρυπώσει η ελπίδα. Με όρους και όρια όμως - η γυναικεία φωνή έχει αποκτήσει δύναμη κι οντότητα. Ξέρει τι θέλει και, ιδιαίτερα τι (ασυμβίβαστα) δε θέλει.
Σε μία χρονιά που μιλάμε για γυναικείες, φεμινιστικές ταινίες, η Ναβεριάνι έχει μία πολύ διαφορετική πρόταση. Μία ωδή στην γυναικεία ανεξαρτησία - ακόμα κι αν αυτή έρχεται αργά και με τίμημα. Εναν ύμνο στη ζωή που επιφυλάσσει ανατροπές - ανθίζει, όταν κανονικά θα έπρεπε να μαραθεί.
Αλλωστε είναι γνωστό: τα μαύρα βατόμουρα ωριμάζουν τελευταία. Γίνονται όμως τα πιο γλυκά από όλα.