Ο Δανός σκηνοθέτης Μάικλ Νόερ (γνωστός κι από του πρόσφατου ρεμέικ του «Πεταλούδα»), προσπαθεί με τη νέα ταινία «Το Κορίτσι των Γενεθλίων», την οποία εμπνεύστικε διαβάζοντας ένα άρθρο για τον σοκαριστικά μεγάλος αριθμός σεξουαλικών επιθέσεων που συμβαίνουν σε κρουαζιερόπλοια μόλις αυτά εισέλθουν στα διεθνή ύδατα, να συνεχίσει το διάλογο που έχουν ανοίξει, εδώ και καιρό, οι προκάτοχοί του στη μετέπειτα #MeToo εποχή, πάνω στην σεξουαλική κακοποίηση, το (μη) συναινετικό σεξ και την κουλτούρα βιασμού.

Μόνο που αυτό το θρίλερ δεν καταφέρνει να επενδύσει πάνω στο τόσο σοβαρό θέμα το οποιο βρίσκεται στο πυρήνα του με την ωριμότητα και την σοβαρότητα που πραγματικά του αρμόζει, αφήνοντας σε στο τέλος μουδιασμένο για όλους τους λάθος λόγους.

H 42χρονη Νάνα καλεί την κόρη της, Σίλε, και την καλύτερή της φίλη σε μια κρουαζιέρα αναψυχής για να γιορτάσουν τα 18α γενέθλια της Σίλε. Η Νάνα ελπίζει το ταξίδι αυτό να είναι μια καινούργια αρχή, μιας και η σχέση της με την κόρη της αντιμετωπίζει προβλήματα μετά τη δύσκολη περίοδο που πέρασε η οικογένεια εξαιτίας του διαζυγίου. Oμως, το πρώτο κιόλας βράδυ οι ονειρεμένες διακοπές μετατρέπονται σε εφιάλτη, αφού η Νάνα ξυπνάει και διαπιστώνει πανικόβλητη ότι η Σίλε έχει εξαφανιστεί. Όταν τελικά τη βρίσκουν, η Νάνα καταλαβαίνει αμέσως τι έχει συμβεί, παρόλο που η Σίλε δεν έχει καμία ανάμνηση από τα όσα πέρασε και κανείς δε φαίνεται να την πιστεύει. Η Νάνα συνειδητοποιεί ότι για να αποδοθεί δικαιοσύνη, θα πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της σε πείσμα όλων αυτών που θα προσπαθήσουν να αποσιωπήσουν την κατάσταση, αφού η αστυνομία δεν έχει δικαιοδοσία σε διεθνή ύδατα και η πλοιοκτήτρια εταιρεία θα προτιμούσε να συνεχιστεί η ψευδαίσθηση των τέλειων διακοπών. Eτσι, η Νάνα έχει διορία να βρει τον ένοχο μέχρι τη λήξη του ταξιδιού σε λίγες μέρες...

Ολη η ταινία εξελίσσεται μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός τεράστιου κρουαζερόπλοιου και ο Νόερ να κινηματογραφεί όλα όσα εξελίσσονται με πλάνα ασφυκτικά, με τον φακό του, αλλά και τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του Ανταμ Γουόλενστεν, να ακολουθεί από πίσω την πρωταγωνίστρια της ταινίας Τρίνε Ντίρχολμ καθώς προχωρά πάνω-κάτω στους απόκοσμα φωτισμένους διαδρόμους του πλοίου.

Το σασπένς χτίζεται από το πρώτο κιόλας λεπτό, αν και χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί, νιώθεις αρκετά άβολα παρακολουθώντας τα όσα συμβαίνουν, με τον Νόερ να σκηνοθετεί την ήδη τεταμένη σχέση μάνας και κόρης μέσα σε μια αποπνικτικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και συνεχίζει να αυξάνεται με κάθε λεπτό που περνάει, φτάνοντας στην κορύφωσή του όταν μετατρέπεται σε έναν αγώνα μιας μητέρας ενάντια στον χρόνο για να βρει τον πραγματικό υπαίτιο για τον βιασμό της κόρης της.

Μόνο που ο Νόερ μοιάζει περισσότερο να τον ενδιαφέρει να επικεντρωθεί στο οικογενειακό δράμα, μέσα σε ένα υπερφορτωμένο σενάριο το οποίο προσεγγίζει το θέμα του βιασμού αρκετα επιδερμικά, απεικονίζοντας τους άντρες ως τοξικούς (από τον αφανή επίμονο σύντροφό της και τους νεαρούς Νορβηγούς που ήρθαν για να παρτάρουν δυνατά, μέχρι και τον καπετάνιο του πλοίου που, για κάποιον λόγο, οι υπόλοιποι που δουλεύουν στον πλοίο τον αποκαλούν ως «master») μέχρι και το πως το πλήρωμα αντιμετωπίζει το γεγονός αυτό με μια αφέλεια και αδιαφορία, φτάνοντας σε ένα ηθικά λάθος φινάλε, χωρίς να το έχει κερδίσει πραγματικά στην ουσία, το οποίο μόνο υπερβολίκο και επιπόλαιο μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει.

Η ταινία σώζεται κάπως από το καστ και κυρίως τις δυο πρωταγωνίστριες την Τρίνε Ντίρχολμ, η οποια εδώ αντανακλά την απόγνωση, τον φόβο και την αποφασιστικότητα μιας μητέρας η οποία προσπαθώντας να κάνει το σωστό πετυχαίνει πάντα το λάθος αποτέλεσμα, και την Φλόρα Οφέλια Χόφμαν Λιντάλ, αλλά και τη χημεία που έχουν μεταξύ τους, όμως δεν έχει να προσφέρει και πολλά στο να σε κάνει να αναλογιστείς πραγματικά για το νόημα της αγάπης και, κυρίως, της δικαιοσύνης κάτω από ακραίες καταστάσεις, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο φινάλε της.