Ολα στην παλιοκοινωνία μας είναι πουλημένα, το σινεμά μέσα σ' αυτά, αλλά ένας έξυπνος δημιουργός (ο ήρωας, όχι ο Στραγαλινός), μπορεί να ξεγελάσει το σύστημα, ακόμα κι αν πέσει θύμα της μεγαλομανίας του. Ή περίπου αυτό είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ελληνα σκηνοθέτη, που θα μπορούσε να έχει κάνει, ειδικά σήμερα, μια πετυχημένη κριτική για τη διαφθορά της εξουσίας και την ανισότητα στην τέχνη, αλλά κολλάει σε μια υπερφίαλη ματιά, σε εξυπνάδες και αδέξια hard rock ξεσπάσματα.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Αγγελος, σκηνοθέτης, που ετοιμάζει το νέο opus του, με τον (εξαρχής άκυρο) τίτλο «Patriarchy is Dead». Επιχορηγείται με 200.000 όχι ακριβώς από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά από την «Ενωση», ένα κυβερνητικό σχήμα που μοιάζει να εξουσιάζει τα πάντα, από τον κινηματογράφο ως τα εμπορικά προϊόντα της καθημερινότητας. Ομως ο Υπουργός Οικονομικών παραιτείται λόγω σκανδάλου, η μπάλα παίρνει και την επιχορήγηση κι ο Αγγελος μένει ρέστος, στο έλεος ενός Ελληνοαυστραλού, πολύ-πολύ τιποτένιου, παραγωγού. Κι αποφασίζει να πολεμήσει το σύστημα από μέσα, με τη χαρακτηριστική υποκρισία που εμπεριέχει αυτή η κίνηση. Πείθει την «Ενωση» να τον χρηματοδοτήσει για να γυρίσει σποτάκια που θα διαφημίζουν και μαζί θα υπονομεύουν τα προϊόντα της, στο σπίτι του, με πρωταγωνιστές την οικογένειά του, την οποία, προοδευτικά, αρχίζει να χειρίζεται και να παρακολουθεί σαν Big Brother αλλά Father.
Με φωτογραφία ρηχή που αναρωτιέσαι αν είναι σκόπιμη ή όχι, με ερμηνείες ταγμένες στο βωμό της υπερδραματοποίησης - ειδικά στα χορευτικά ενσταντανέ του ήρωα, ή στις σκηνές όπου γίνεται πιώμα στο μπαρ, αλλά τελικά περίπου σε κάθε στομφώδη ή κακοπαιγμένο διάλογο - και μ' ένα σενάριο χωρίς ίχνος φυσικότητας που προοδευτικά φτάνει στην κακοποιητική συμπεριφορά (οριακά όχι του θεατή), η ταινία έχει, παρόλ' αυτά, το θάρρος να επικρίνει τα πάντα, με μια αβάσιμη σιγουριά που, να, την οδήγησε στις αίθουσες.