To «Μη Ζητάς Ανθρώπινη Αγάπη» είναι κάτι σαν εθνικός θησαυρός για το ρώσικο λαό, ένα παιδικό βιβλίο πρώτα που διαβάστηκε μαζικά και μεταφράστηκε σε περισσότερες από 50 γλώσσες και στη συνέχεια μια ταινία που γνώρισε τεράστια επιτυχία, βραβεύθηκε εντός συνόρων και ήταν υποψήφια για Οσκαρ τότε ξενόγλωσσης ταινίας, αποκτώντας θρυλικές διαστάσεις και εκτός της Σοβιετικής Ενωσης.
Με πρωτότυπο τίτλο «Ο Λευκός Μπιμ με το Μαύρο Αυτί», το βιβλίο γράφτηκε το 1977 από τον Γαβριήλ Τροεπόλσκι και κατά το συγγραφέα του ήταν «ένα μήνυμα στα παιδιά που θα μεγαλώσουν μια μέρα και σε όλους τους ενήλικες που δεν έχουν ξεχάσει πως ήταν κάποτε παιδιά». Στην πραγματικότητα ήταν μια εποποιία σε μορφή παιδικής περιπέτειας φτιαγμένη για να καταδείξει την ανθρώπινη σκληρότητα, να υμνήσει την ανθρωπιά και να ολοκληρώσει ένα μύθο πάνω στην αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση.
Πρωταγωνιστής είναι ένα γκόρντον σέτερ, που έτυχε να γεννηθεί διαφορετικό (λευκό με ένα μαύρο αυτί) και που σώνεται τελευταία στιγμή από έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγγραφέα, τον Ιβάν Ιβάνοβιτς, ο οποίος όχι μόνο θεωρεί αποτρόπαιο τον πνιγμό του κουταβιού εξαιτίας της διαφορετικότητάς του, αλλά νιώθει να τον ενώνουν πολλά περισσότερα με το ανεπιθύμητο σκυλάκι απ’ όσα φανταζόταν κανείς. Με μια σφαίρα σφηνωμένη κοντά στο μέρος της καρδιάς, ο Ιβάν ζει συνεχώς με τον τρόμο του θανάτου και όταν η «σφαίρα» θα κάνει αισθητή την ύπαρξη της, θα αφήσει τον Μπιμ σε μια γειτόνισσα για να πάει στο νοσοκομείο.
Ο,τι ακολουθεί, τόσο στο βιβλίο του Τροεπλόσκι, όσο και στο τρίωρο έπος του Στάνισλαβ Ροστότσκι δεν είναι παρά η περιπλάνηση του Μπιμ προκειμένου να εντοπίσει το αφεντικό του. Ενα ταξίδι που λειτουργεί τόσο ως ταινία δράσης, σε μια περιπέτεια σκηνοθετημένη από την οπτική γωνία ενός σκύλου, όσο και ως μια συμβολική χαρτογράφηση μιας ολόκληρης χώρας η οποία βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις και τις όχι πλέον και τόσο ανθεκτικές αξίες της. Ο Μπιμ θα συναντήσει διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, θα συνδεθεί μαζί τους, θα υιοθετηθεί και θα αφεθεί πάλι στο δρόμο, θα γνωρίσει όλη την απόσταση ανάμεσα στην ανθρώπινη αγριότητα και την καλοσύνη, θα έρθει αντιμέτωπος με γυρίσματα της τύχης, του καιρού και της ανθρώπινης βλακείας, πριν γίνει ο μεγάλος τραγικός πρωταγωνιστής ενός μελοδράματος που όμοιο του δεν θα μπορούσε ποτέ να γυριστεί σήμερα.
Ο νατουραλισμός του φιλμ είναι άξιος θαυμασμού, όσο και οι ερμηνείες που, συμπεριλαμβανομένου και του Μπιμ και όσων σέτερ τον υποδύονται, οριοθετούν με όρους ρεαλιστικούς μια ιστορία καθόλα μυθιστορηματική. Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για τα μηνύματα περί δικαιοσύνης, ελευθερίας και αλληλεγγύης που υπογραμμίζονται επαναλαμβανόμενα, απλοποιώντας τελικά το οδοιπορικό του Μπιμ από ένα εν δυνάμει υπαρξιακό ταξίδι (αλλά και μια προφητική και τολμηρή τελικά ματιά στο τέλος της Σοβιετικής Ενωσης) σε μια ναίφ παραβολή-διδαχή για τις χαμένες ανθρώπινες αξίες και την αιώνια δύναμη του καλού πάνω στο κακό.
Η τρίωρη διάρκεια της ταινίας (στην Σοβιετική Ένωση προβλήθηκε μετά την τεράστια επιτυχία της στις αίθουσες το 1980 στην τηλεόραση σε δύο μέρη), αλλά και δομή της που μοιάζει να χωρίζεται σε επεισόδια - μικρές ιστορίες πάνω σε ένα θέμα - τη κρατούν δέσμια μιας «ανάγνωσης» που, παρά τις φιλοδοξίες του συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου, αλλά και του ίδιου του Ροστότσκι, μοιάζει να έχει πλέον αποδέκτες πολύ μικρά παιδιά και ακόμη και στην περίπτωση τους, ιστορικά και μόνο.