Ο τίτλος της νέας ταινίας του Ααρον Σόρκιν περικλείει με έναν όχι άμεσα ορατό τρόπο τη φιλοδοξία ενός σεναρίου περίτεχνου, βαθιά πολιτικού (όπως πάντα) και δουλεμένου με την εμπειρία ενός σπουδαίου σεναριογράφου αλλά και την αγωνία ενός μεγάλου θαυμαστή των θρυλικών ηρώων του και μαζί τη φιλοδοξία της στα σίγουρα καλύτερης σκηνοθετικής του στιγμής ανάμεσα στα «Molly’s Game» και η «Δίκη των 7 του Σικάγου».

Αυτή είναι μια ταινία για αυτό που είσαι, αυτό που οι άλλοι θέλουν να είσαι, αυτό που φοβάσαι να είσαι, αυτό που σε μια σειρά από σωστές, λάθος, αναγκαστικές ή καταχρηστικές αποφάσεις καταλήγεις να είσαι. Αυτή είναι μια ταινία για μια γυναίκα που, κόντρα στους νόμους της εποχής της, προσπαθεί να είναι αυτό που της λέει το το ταλέντο της, η αγάπη της για τη δουλειά της και το ένστικτο επιβίωσης που έχει αναπτύξει σε μια κοινωνία που την βάζει να συνομιλεί μόνο με άντρες. Αυτή είναι μια ταινία για έναν άντρα που νιώθει συνεχώς ξένος στην ίδια του τη χώρα, έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για τη γυναίκα που αγαπάει, όχι όμως και τα πάθη που τον κάνει να αισθάνεται ισχυρός. Αυτή είναι μια ταινία για ένα ζευγάρι που στην πιο κρίσιμη καμπή της κοινής ζωής του πρέπει να υποδυθεί τους ρόλους που αποτελούν τη συνεκτική του ουσία, μπροστά και πίσω από τις τηλεοπτικές κάμερες.

Being the Ricardos

Αυτή είναι μια ταινία για την Λουσίλ Μπολ και τον Ντέζι Αρνάζ καθώς προσπαθούν να διασώσουν τη Λούσι και τον Ρίκι Ρικάρντο, τους τηλεοπτικούς τους ήρωες, σε ένα παιχνίδι ρόλων που μοιάζει να έχει ξεκινήσει πολύ πριν την πρώτη τους συνάντηση μας μαζί τους.

Η ιστορία του «Being the Ricardos» διαδραματίζεται όλη μέσα σε μια εβδομάδα του 1952. Ξεκινάει την Κυριακή το βράδυ, όταν στο ραδιόφωνο ακούγεται για πρώτη φορά πως η πιο διάσημη γυναίκα της αμερικανικής τηλεόρασης είναι κομμουνίστρια και τελειώνει την Παρασκευή, λίγο πριν το ζωντανό, μπροστά σε κοινό, γύρισμα του επεισοδίου του «I Love Lucy» της εβδομάδας. Ενδιάμεσα, η εκπομπή με τα 60 εκατομμύρια τηλεθέαση κινδυνεύει να κοπεί για πάντα εξαιτίας του «Ερυθρού Τρόμου» που απειλούσε την Αμερική, ενώ ο γάμος της Λούσιλ Μπολ καταρρέει κάτω από το βάρος των δημοσιευμάτων που θέλουν τον Ντέζι Αρνάζ να απατά τη γυναίκα του.

Λίγη σημασία έχει αν τα δύο αυτά αληθινά στη βάση τους γεγονότα συνέβησαν ταυτόχρονα την ίδια εβδομάδα ή αν το επεισόδιο του «I Love Lucy» πάνω στο οποίο ο που ο Σόρκιν επιλέγει να απλώσει το σενάριο του ήταν το θρυλικό «Fred and Ethel Fight» που είχε μεταδοθεί ήδη ένα χρόνο πριν από τη χρονιά στην οποία εκτυλλίσεται η ταινία. Ετσι κι αλλιώς όλη η ιστορία του «Being the Ricardos» παίζει, άλλοτε διακριτικά και άλλοτε επιθετικά με την έννοια της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας. Ο Ααρον Σόρκιν ενδιαφέρεται περισσότερο να κλείσει μέσα σε αυτήν την βδομάδα όλα όσα ο ίδιος θα ήθελε να πει για την Αμερική των 50s, την εμβληματική τηλεοπτική σειρά που έγραψε ιστορία όσο καμία άλλη, την πολύτιμη κληρονομιά της Λουσίλ Μπολ στον αγώνα των γυναικών για ισότητα, την πάλη των φύλων και των εγωισμών, την σπουδαία στιγμή της συμφιλίωσης με την Ιστορία.

Being the Ricardos

Στην πιο περίτεχνη σκηνοθετική του στιγμή, ο Ααρον Σόρκιν αναπαριστά την τηλεοπτική «κατασκευή» των 50s, εισβάλλει μέσα στα άδυτα της προετοιμασίας ενός σόου του βεληνεκούς του «I Love Lucy», καταγράφει τις εμπορικές διαπραγματεύσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες ανάμεσα σε παραγωγούς και χορηγούς και σκιαγραφεί την πραγματικότητα ηρώων που από τον ορισμό του american sweethearts την ώρα του on air, αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο της απελπισίας, της μοναξιάς, της ανάγκης τους να αγαπηθούν. Τοποθετώντας συνεχώς τους ήρωες του μέσα σε τέσσερις τοίχους (ακόμη κι αν αυτοί είναι ένα σκηνικό, είτε στο τηλεοπτικό στούντιο είτε στις πολυτελείς κατοικίες τους), τους μεταφέρει συνεχώς από το ιδιωτικό στο δημόσιο και από την πραγματική ζωή στο θέαμα, σκηνοθετώντας τελικά την αγωνία τους να βρουν τη γραμμή ανάμεσα σε αυτό που θέλουν οι ίδιοι να είναι και αυτό που επιβάλλεται από τους άλλους να είναι.

Είναι συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο τέσσερις ή πέντε ιστορίες τρέχουν ταυτόχρονα σαν σε αντίστροφη μέτρηση καθώς παραμένει αβέβαιο αν η σειρά θα γυριστεί ζωντανά όπως κάθε Παρασκευή. Ολες ξεκινούν και τελειώνουν στην Λουσίλ Μπολ. Η προσπάθεια της να διεκδικήσει την κομμουνιστική της ιδεολογία, όχι όμως και τον βρώμικο (ψυχρό) πόλεμο των fake news, η σχεδόν κορίτσιστική αγωνία της για τις απιστίες του συζυγου της, η πίεση των χορηγών και του τηλεοπτικού δικτύου γύρω από την εγκυμοσύνη της, τα παιχνίδια εξουσίας με τον σύζυγό της, η σχέση της με το ζευγάρι των γειτόνων Βίβιαν Βανς και Γουίλιαμ Φρόλεϊ, η διαφωνία της με έναν νεαρό σκηνοθέτη για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να γίνει η σωματική κωμωδία που η ίδια αποθέωσε στο διηνεκές.

being

Είναι συναρπαστικός και ο τρόπος με τον οποίο ο Σορκιν «σκηνοθετεί» τον θίασο του με σαφή εντολή να μην χαθεί κανείς στον ήρωα που παίζει αλλά να ανατρέξει στα σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα του, αυτά που τον κάνουν αειθαλή και άρα απόλυτα σύγχρονο, και να αφηγηθεί την ιστορία του.

Κάπως έτσι γράφεται ξανά η ιστορία του «I Love Lucy», sitcom με όλες τις «οικιακές», «νοσταλγικές» και «ιστορικές» αποχρώσεις του: στην γοητεία του Χαβιέρ Μπαρδέμ που χορογραφεί σαρωτικά την εξουσία του Ντέζι Αρνάζ, την μελαγχολική συστολή της Νινα Αριάντα στο ρόλο της Βίβιαν, τον σπαρακτικό Τζ.Κ Σίμονς στην ωραιότερη ερμηνεία της καριέρας του ως Χένρι και πάνω και πέρα από όλους στο σύνθετο, φτιαγμένο από το κράμα όλων των γυναικών που εμπνεύστηκαν από το κεφάλαιο Λούσιλ Μπολ, θρίαμβο της Νικόλ Κίντμαν.

Προδομένη μεν από ένα μακιγιάζ που προσπαθεί να την κάνει - υπό το σωστό φως - να θυμίζει ανατριχιαστικά την Λουσίλ Μπολ αλλά και από τα καταχρηστικά αλλά υπέροχα γραμμένα και σκηνοθετημένα flash blacks που τη θέλουν ακόμη πιο νέα, η Νικόλ Κίντμαν παίζει την Λουσίλ Μπολ με το δέος της ηθοποιού που γνωρίζει ότι βρίσκεται εδώ επειδή κάποτε αυτή η γυναίκα δεν φοβήθηκε να αντιμλήσει στον άντρα σκηνοθέτη της, στον άντρα χορηγό της, στον άντρα συμπρωταγωνιστή της, στον άντρα συζυγό της, ανταλλάσσοντας με μοναξιά την τεράστια επιτυχία που θα άλλαζε την ιστορία της αμερικανικής κουλτούρας.

being

Οσο ο Αααρον Σόρκιν θεωρεί - λανθασμένα - πως όλοι όσοι βλέπουν το «Being the Ricardos» γνωρίζουν (πώς γίνεται να μην;) το κεφάλαιο Λουσίλ Μπολ, η Νικόλ Κίντμαν γεμίζει τα κενά, συστήνοντας έναν θρύλο δίνοντας του υπόσταση (being) εκτός της τηλεοπτικής περσόνας.

Ερωτευμένη σύζυγος, δημιουργός, παραγωγός, φίλη, μητέρα, η πρώτη γυναίκα που διηύθηνε τηλεοπτικό στούντιο στο Χόλιγουντ (υπό την προεδρία της στην Desily Productions έγιναν τα «Mission Impossible» και «Star Trek»), η Λουσίλ Μπολ του Ααρον Σόρκιν μένει μετέωρη ως προς την καθολική δικαίωσή της αλλά παραμένει η καρδιά του «Being the Ricardos».

Μετά τους τίτλους τέλους μπορεί να μην ξέρεις γιατί αυτή η γυναίκα ήταν τόσο αστεία ή γιατί ενώ ήταν τόσο δυναμική (σχεδόν ευνουχιστική) στον εργασιακό χώρο, ήταν μια αδύναμη απατημένη σύζυγος στο σπίτι, αλλά σίγουρα ξέρεις τις θυσίες, την αγάπη και τη μάχη που χρειάστηκε για να είναι αυτό το ζευγάρι - που ειρωνικά θα χώριζε οριστικά το 1960 - οι Ρικάρντο.