H Γιάνα ήταν ηθοποιός του θεάτρου. Είχε όνειρα για τη ζωή της, όπως είχε κι ανησυχίες. Σήμερα, είναι η πιστή σύζυγος του ηγέτη μίας κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε μία απομονωμένη επαρχιακή πόλη της Γεωργίας. Μεγαλωμένη σ' ένα σπίτι όπου η απουσία του πατέρα και η συνεχής θυματοποίηση της μητέρας την είχε σημαδέψει, κουβαλάει το τραύμα της απόρριψης και της πιθανής εγκατάλειψης. Για αυτό έχει παραδώσει τη δύναμη στον άντρα της, παρόλο που η ζωή τους στο περιθώριο της επαρχιακής κοινωνίας δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη: δέχονται συνεχείς επιθέσεις από ομάδες φανατικών Χριστιανών Ορθόδοξων που δεν τους θέλουν εκεί. Η βία είναι συνεχώς παρούσα στη ζωή τους, αλλά και στις αναγνώσεις των ιερών παραβολών που η Γιάνα διδάσκει τα παιδιά, προετοιμάζοντάς τα για τη βάπτισή τους. Είναι τελικά ο Θεός μία φιλεύσπλαχνη φιγούρα, που αγαπά και προστατεύει; Ή ένας τιμωρός που απειλεί και καταστρέφει; H Γιάνα βασανίζεται για τις απαντήσεις κι η εσωτερική δυσφορία της μεγαλώνει...

Τέσσερα χρόνια πριν από το «April», το δυνατό δράμα που φέτος σόκαρε κοινό και κριτικούς και κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ της Βενετίας, η Γεωργιανή Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι είχε κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο της με αυτήν εδώ την ταινία στο Σαν Σεμπαστιάν. Και είχε φύγει με 4 βραβεία - ταινίας, σεναρίου, σκηνοθεσίας, και Α' γυναικείου ρόλου για την συγκλονιστική Ια Σουκιτασβίλι.

Με παραγωγό τον Μεξικανό σκηνοθέτη Κάρλος Ρεϊγάδας (κι αυτό λέει πολλά για την συγγένεια του σινεμά τους), αλλά και επιρροές από τον Αντρέι Ταρκόφσκι, μέχρι τον Μίκαελ Χάνεκε, η Κουλουμπεγκασβίλι χτίζει ένα δικό της σύμπαν που παίζει με την αυστηρότητα που πλαισιώνει την πραγματικότητα και τη δύναμη των φυσικών τοπίων σε αντιπαράθεση με την φαντασίωση των θρησκευτικών συμβολισμών.

Η κάμερά της είναι στημένη από απόσταση, ακίνητη. Τα κάδρα της γεωμετρικά, στατικά. Ανθρωποι μπαίνουν σ' αυτά και τοποθετούνται, ή βγαίνουν από αυτά και απλώς ακούγονται. Ή δεν τους βλέπεις ποτέ - όπως στην πρώτη σεκάνς που την ώρα του απογευματινού εκκλησιασμού της κοινότητας, η πόρτα ανοίγει αριστερά της εικόνας και κάποιοι ρίχνουν μολότωφ και βάζουν φωτιά στον ναό σκορπώντας τρόμο. Δεν ξέρεις ποιοι είναι - μήπως ο Θεός ο ίδιος, που τους δοκιμάζει; Ή ο διάβολος που τους περιπαίζει, τους εξευτελίζει; Ο «κακός» της ιστορίας πάντως εμφανίζεται κι εξαφανίζεται από την ταινία, από τη ζωή της Γιάνα, με έναν σκηνοθετικό χειρισμό που δίνει μια διάσταση, τόσο κυριολεκτική, όσο και μεταφυσική.

Ο τρόπος που η Κουλουμπεγκασβίλι κινηματογραφεί τη φύση ακροβατεί ανάμεσα στον Παράδεισο και την Κόλαση. Ενα λιβάδι, ένα ρυάκι, η μάνα Γη στην τελευταία σκηνή της ταινίας μπολιάζονται με συμβολισμούς που ξεπερνούν την φυσική τους υπόσταση, αναλογούν στη ζωή και το θάνατο, την πίστη και την απιστία, την υπόσχεση της Γη της Επαγγελίας ή την απειλή της αιώνιας τιμωρίας. Εκεί διαφαίνονται οι επιρροές του Ταρκόφσκι, όμως οι αιφνίδιες σοκαριστικές στιγμές που διακόπτουν την ησυχία παραπέμπουν στην κλινική, αποστειρωμένη βία του Χάνεκε (ακόμα και του Λάνθιμου).

Ο πλούσιος ήχος, ο σύνθετος, μελετημένος σχεδιασμός του sound design, λέει επίσης πολλά - χωρίς να λέει τίποτα. Οπως κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα και στη Γιάνα - ο Θεός δεν απαντάει στις μύχιες ερωτήσεις που βασανίζουν την ψυχή και την πίστη. Κι αυτό ίσως να είναι η πιο σκληρή, η πιο επώδυνη δοκιμασία που σου υποβάλει. Να μην έχεις ξεκάθαρες απαντήσεις μπροστά στα εγκλήματα αυτού του κόσμου.

Η Γιάνα τυραννείται, σωματικά και ψυχικά, αλλά κυρίως σιωπηλά. Η καταπληκτική Ια Σουκιτασβίλι την ερμηνεύει πειθαρχημένα, ελλειπτικά, αλλά όχι ανέκφραστα. Δεν θέλει -και δεν μπορεί- η ηρωίδα της να εκφράσει το τραύμα που κουβαλάει. Στωικά γίνεται μάρτυρας - κατά τας γραφάς. Εν αρχή ην ο λόγος και Θεός ην ο λόγος.

Μόνο που ο άνθρωπος είναι ικανός για την μεγαλύτερη καλοσύνη και τη χειρότερη αμαρτία. Κι αυτό η Κουλουμπεγκασβίλι θα μας επιτρέψει να το αποφασίσουμε μόνοι μας, κλείνοντας με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο την ταινία της. Είναι ένα τέλος, ή μια αρχή;