Η δεύτερη μεγάλου μήκους του Τιμ Μπάρτον, πίσω στο 1988, ήταν αυτή που τον έβαλε στο κέντρο του κινηματογραφικού χάρτη και μέ κάποιο τρόπο έθεσε τις βάσεις για ολόκληρο το κινηματογραφικό του σύμπαν. Ολα τα στοιχεία που θα συναντούσαμε στο μέλλον, σε διαφορετικές δοσολογίες στο σύνολο του έργου του, ήταν εκεί από την αρχή: Το τρυφερά μακάβριο, το σουρεαλιστικά αστείο, η ενήλικη παιδικότητα, η λοξή ματιά στον κόσμο. Ο «Σκαθαροζούμης» υπήρξε, εκτός από μεγάλη επιτυχία, ένα φιλμ που άλλαξε τον τρόπο που το Χόλιγουντ έβλεπε πράγματα όπως η κωμωδία ή οι οικογενειακές ταινίες κι έμπλεξε τα όρια ανάμεσα στο εμπορικό και το σινεμά είδους. Η επιστροφή του Μπάρτον στην ιστορία και τους χαρακτήρες εκείνης της ταινίας, ελπίζουμε να σηματοδοτεί την επιθυμία του να γυρίσει πίσω στις ρίζες των αναφορών του κι όχι απλώς την ελπίδα για μια εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία.
Ξαναπιάνοντας την ιστορία από εκεί που την άφησε, αλλά μετρώντας τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη ταινία, το «Beetlejuice, Beetlejuice» μας ξανασυστήνει τους ήρωες στην παρούσα φάση της ζωής τους. Η Λίντια της Γουινόνα Ράιντερ έχει τώρα την δική της κόρη και μια εκπομπή εξορκισμού φαντασμάτων στην τηλεόραση. Οταν ο πετέρας της σκοτωθεί επιστρέφοντας από ένα ταξίδι για παρατήρηση πτηνών, η Λίντια, ο καιροσκόπος αραβωνιαστικός της, η αποξενωμένη κόρη της και η μητριά της Ντίλια θα επιστρέψουν στο πατρικό σπίτι για την κηδεία. Κι εκεί θα μπούν ξανά στον παράδοξο άλλο κόσμο όπου κατοικεί ο Σκαθαροζούμης, ο οποίος φιλοδοξεί ακόμη να παντρευτει την Λίντια, αλλά έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς του μπελάδες: Η πρώην γυναίκα του, μια δαιμονική, γεμάτη συνδετήρες, Μόνικα Μπελούτσι, μια απέθαντη γυναίκα που ρουφάει ψυχές, τον θέλει πίσω, ή καλύτερα, θέλει την ψυχή του για πάντα δική της.
Και κάπως έτσι ξεδιπλώνονται μια σειρά από γνώριμες αλλά διασκεδαστικές περιπέτειες μεταξύ του κόσμου των νεκρών και των ζωντανών, με τον Μαίκλ Κίτον να επιστρέφει με κέφι στον αναρχικό χαρακτήρα του Σκαθαροζούμη και τον Μπάρτον να βρίσκει μαζί του -και στις σκηνές όπου οι νεκροί έχουν το πάνω χέρι- κάτι από τον παλιό, γεμάτο οργιαστικά ευρηματικές ιδέες, εαυτό του. Κατά τα άλλα, κάποιες από τις προσθήκες στην ιστορία λειτουργούν, η Τζένα Ορτέγκα στον ρόλο της κόρης της Λίντια μετράει στα σύν, ο χαρακτήρας του ηθοποιού που υποδύεται τον ντετέκτιβ στο σύμπαν των νεκρών του Γουίλεμ Νταφόε, είναι εντελώς αχρείαστος και καθόλου αστείος.
Αλλά ακόμη κι αν ρόλοι και χαρακτήρες προστίθενται, τίποτα αληθινά καινούριο δεν θα συναντήσετε εδώ και αν αφήσετε στην άκρη τον παράγοντα της νοσταλγίας, το φιλμ αν και χαριτωμενο δεν είναι καθόλου «απαραίτητο». Ελάχιστα καινούργια πράγματα προσθέτει στην μυθολογία της ιστορίας και η συνταγή του δεν αλλάζει όσα πολύ πετυχημένα έχουν δομηθεί στο πρώτο φιλμ, αλλά μερικές φορές, η νοσταλγία και το χαριτωμένο, μπορεί να είναι αρκετά για δυο ευχάριστες ώρες στο σινεμά.