Ο 18χρονος Γουέλινγκτον αποφυλακίζεται από το αναμορφωτήριο, μετά από 2 χρόνια εγκλεισμού, για ένα αδίκημα που δε θα μάθουμε ποτέ. Κάποιοι λένε ότι έβαλε φωτιά στο σχολείο του ως αντίδραση στο bullying που δεχόταν ως γκέι αγόρι. Το μόνο σίγουρο: ο αλκοολικός αστυνομικός πατέρας του δεν τον αποδέχθηκε ποτέ, κι όσο ο μικρός ήταν στη φυλακή, έπεισε την μητέρα του να μετακομίσουν στην επαρχία και να μην αφήσουν πίσω ίχνη. Ο Γουέλινγκτον αποφυλακίζεται και μένει στο δρόμο. Οι φίλοι του, μία παρέα από τρανς και γκέι hustlers που επιβιώνουν κάνοντας voguing και κλέβοντας κινητά, δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Σ' ένα πορνοσινεμά γνωρίζει τον Ρονάλντο, έναν 42χρονο που τον λυπάται και τον ερωτεύεται ταυτόχρονα. Τον περιμαζεύει ως πατέρας και τον συστήνει στην σεξεργασία ως εραστής-προαγωγός-μέντορας. Του δίνει το όνομα «Baby» γιατί τον προκαλεί να σταματήσει να φέρεται σαν μωρό. Η ερωτική τους ιστορία θα ξεπεράσει την απεικόνιση μίας σχέσης, θα είναι κάτι παραπάνω από την αποτύπωση μίας γρήγορης, δύσκολης ενηλικίωσης. Θα σταθεί η αφορμή για να κοιτάξουμε τους κακόφημους δρόμους του Σάο Πάολο και όσους παλεύουν να τους επιβιώσουν.
The kids are far from alright. Kάτι τέτοιο μάς λέει ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Μαρτσέλο Καετάνο («Body Electric») κινηματογραφώντας τι συμβαίνει στο περιθώριο της πόλης του. Εκεί που τα διαφορετικά παιδιά θα αναγκαστούν να μεγαλώσουν απότομα για να αντέξουν, εκεί που οι γονείς είναι εξαφανισμένοι, εκεί που η αστυνομία επεμβαίνει βίαια και σαδιστικά.
Παράλληλα όμως, ο Καετάνο κοιτά με κατανόηση και τρυφερότητα τις εναλλακτικές ζωές των ηρώων του - οι οικογένειες που επιλέγουμε (από την παρέα των hustlers, μέχρι το λεσβιακό ζευγάρι που μεγαλώνει τον μοναχογιό του Ρονάλντο και περιθάλπτει άτυπα τον Baby) είναι πιο σημαντικές από αυτές που μάς γέννησαν. Οι πελάτες του Baby έχουν κι εκείνοι τις πονεμένες τους ιστορίες (από έναν υπέρβαρο γκέι άντρα που συγκινείται στο σεξ, μέχρι έναν μεσήλικο αστό που τώρα κατάφερε να κάνει το coming out του και να ζήσει τη ζωή του).
Χρησιμοποιώντας μία μίξη από στυλιζαρισμένο ποιητικό σινεμά και γεμάτη ένταση ντοκιμαντερίστικη κάμερα (οι DP του, Ζοάνα Λουζ και Πέδρο Σοτέρο, χρησιμοποίησαν σε αρκετές σεκάνς κρυφές κάμερες για να αποτυπώσουν τους νυχτερινούς δρόμους στο Σάο Πάολο) ο Καετάνο κρατά το θεατή σε μία απόσταση - σαν να θέλει να αισθανθούμε ότι αυτό τον κόσμο δεν τον ξέρουμε, είμαστε φευγαλέοι περαστικοί.
Οταν ζουμάρει, ζουμάρει στους ηθοποιούς του. Εχοντας άλλωστε υπάρξει casting director (σε ταινίες όπως τα «Bacurau» και «Aquarius») ήξερε πολύ καλά ποιους να επιλέξει ως το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι. Τόσο ο Ζουάο Πέδρο Μαριανό (στον ρόλο του Baby) όσο κι ο Ρικάρντο Θεοντόρο (Ρονάλντο) είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, αλλά δικαιώνουν τους χαρακτήρες τους με φρεσκάδα, ωμότητα, ανθρωπιά.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η ταινία μοιάζει να ακολουθεί τον ήρωά της σε μία ανολοκλήρωτη ενηλικίωση. Παραμένει άγουρη, όπως ο Baby. Με ένα σενάριο που ολοκληρώνεται άτσαλα, βιαστικά, με αφηγηματικές τρύπες κι αφήνει τον θεατή να απορεί για το ποιος ήταν τελικά αυτός ο ήρωας, τι επιζητούσε, τι ονειρευόταν, πώς τελικά βρήκε (;) το δρόμο του. Με ένα φινάλε που εστιάζει στο συναίσθημα του Ρονάλντο, αν και δεν είναι αυτός που δίνει το όνομά του στον τίτλο της ταινίας.
Παρόλες όμως αυτές τις αστοχίες, είναι σπάνιο και ευτυχές ότι το σκηνοθετικό βλέμμα πέφτει αισιόδοξα σε αυτά τα παιδιά. Χωρίς κλισέ τραγικές καταλήξεις, αφήνει μία χαραμάδα φως στη νιότη που ελίσσεται, προσαρμόζεται κι επιβιώνει.