Ενα αριστοτεχνικά γραμμένο σενάριο, βασισμένο σε μια πρωτότυπη ιδέα και σε μια γεμάτη αυτοέλεγχο φόρμα είναι η πρώτη ταινία του Ελβετού Αντρέας Φοντάνα, με επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βερολίνου και στις Νύχτες Πρεμιέρας. Πώς μπορεί ένας Ελβετός δημιουργός να έχει τόσο διαπεραστικό βλέμμα στην αργεντίνικη χούντα του '80; Το πολιτικό έγκλημα είναι διεθνές, είναι οικονομικό κι είναι ελεγχόμενο από τις τράπεζες, όπως τον έμαθε ο τραπεζίτης παππούς του.

Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Ιβάν, ένας κομψός, διακριτικός Ελβετός τραπεζίτης που επισκέπτεται με τη γυναίκα του, την Ινές, την Αργεντινή. Ο σκοπός του είναι να καθησυχάσει τους ανήσυχους πάμπλουτους πελάτες της τράπεζας εκεί. Η χρονιά είναι το 1980, η Αργεντινή βρίσκεται κάτω από το ζυγό της χούντας, οι «desaparecidos», οι αγνοούμενοι, ολοένα και πληθαίνουν. Ο προκάτοχος του Ιβάν, ο Κις, τον οποίο οι προύχοντες αγαπούσαν... υπερβολικά, έχει, επίσης, εξαφανιστεί μυστηριωδώς, αφήνοντας πίσω εκκρεμείς υποθέσεις, ένα άδειο διαμέρισμα και μια λέξη, «Λάζαρο».

Στην Ελβετία, οι «παλαιοί» τραπεζικοί έχουν έναν κώδικα, μια δική τους διάλεκτο. Σ’ αυτήν, «azor» σημαίνει «μη μιλάς, πρόσεχε τα λόγια σου». Ολοι προσέχουν τα λόγια τους σ' αυτή τη φαινομενικά τακτοποιημένη, ουσιαστικά διαβρωμένη κοινωνία που μιλά πολύ, ευγενικά, χωρίς να λέει τίποτα και διαπράττοντας τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.

Το σκηνικό της ταινίας, κινηματογραφημένο πάντα από απόσταση, σαν ένας πίνακας διακριτικής κοινωνικής κριτικής, σε πολυτελή σαλόνια, όμορφους κήπους με πισίνες, ζωντανεύει την παρακμάζουσα μεγαλοαστική τάξη στην Αργεντινή του '80, εκεί όπου οι πολιτικοί, οι παράγοντες, οι γαιοκτήμονες, με δισήμαντες λέξεις και χαμόγελα αποδοχής του καθεστώτος, θέλουν ν’ αποτινάξουν τη χούντα, απλώς επειδή τους διαδέχτηκε στον αυταρχισμό και τον σκοταδισμό και την αδικία. Και να μην χάσουν τα λεφτά τους.

Κι απέναντί τους, η φύση, άγρια, δαιδαλώδης, κτηνώδης, σαν τους ανθρώπους που κρύβονται κι εγκληματούν στα φυλλώματά της. Αυτή η κάθοδος (του κομψού Ιβάν, της «επαγγελματία συζύγου» Ινές), προς την προδιαγεγραμμένη συνενοχή αποτελεί τον ιστό της ταινίας, καθώς ο Κις γίνεται, σταδιακά, μια φιγούρα σκοτεινή και καταλυτική, σαν άλλος Συνταγματάρχης Κουρτς του «Αποκάλυψη Τώρα» κι ο Ιβάν αναγκάζεται ακόμα και να διανύσει ένα ελώδες ποτάμι με μια βάρκα, σε αναζήτηση του Κακού, ή της μοίρας του.

Εάν το σενάριο κι η σκηνοθεσία στήνουν μια δράση σχετικά αργή, η ένταση ξυπνά από το πρώτο λεπτό, με τον Φοντάνα να σε υποψιάζει αμέσως ότι βλέπεις μόνο το «κάλυμμα» μιας ζοφερής αβύσσου. Νιώθοντας τον εφιάλτη, χωρίς να μπορεί να τον προσδιορίσει παρά στο «ανατρεπτικό», όσο κι αναμενόμενο, φινάλε, το εκπληκτικής αυτοσυγκράτησης σενάριο δίνει στον τρόμο μια διάσταση μύθου, θρύλου, μεταφυσική, ανείπωτη. Με μια απόλυτη αποδοχή της υποκρισίας, της «διακριτικότητας», της σιωπής που καμουφλάρει τη φρίκη. Ευγενικά, σαν την πάντα «ουδέτερη» Ελβετία.