[Αν και το παρακάτω κείμενο δεν περιέχει ακριβώς στοιχεία της πλοκής της ταινίας, περιλαμβάνει πιθανά spoilers που καλό θα ήταν να διαβάσετε αφού την δείτε]

Οι τίτλοι τέλους του «Οι Εκδικητές: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας» είναι άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο. Σαν τα end credits μιας κλασικής ταινίας. Διαρκούν τόσο πολύ ώστε να σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις ακριβώς τι έχεις δει τις προηγούμενες δύο και κάτι περίπου ώρες. Και όταν τελειώνουν κρύβουν μια σκηνή – έκπληξη ακόμη, όπως συνηθίζεται σε κάθε υπερηρωική ταινία που σέβεται τον εαυτό της.

Μόνο που οι εκπλήξεις έχουν τελειώσει εδώ και ώρα. Το κλίμα είναι βαρύ, ο τόνος απειλητικός, το σκοτάδι βαρύ. Σε μια τολμηρή στιγμή για μια ταινία που κινείται με άνεση εκεί όπου ζουν και πεθαίνουν τα μεγαλύτερα blockbusters αυτού του κόσμου, το φινάλε της έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις, ακριβώς στη στιγμή που είσαι σίγουρος ότι ακολουθεί η μεγάλη θορυβώδης, εντυπωσιακή, φαντασμαγορική τελική σκηνή.

Δίνοντας για δεύτερη (μετά το υπέροχο «Captain America: Civil War») και καθοριστική φορά νόημα στην έννοια «Marvel Universe», οι αδερφοί Ρούσο ανοίγουν το κουτί με τα παιχνίδια και παίζουν με όλους τους πιθανούς τρόπους που μπορείτε να σκεφτείτε όταν σαν πρωταγωνιστές τους έχουν τους έξι πρώτους «Εκδικητές» (Iron Man, Captain America, Thor, Loki, Hulk, Black Widow) συν τον Doctor Strange, τους «Φύλακες του Γαλαξία», το σύμπαν του «Black Panther», συν τον Vision και την Scarlet Witch και φυσικά τον «Spider-Man» του Τομ Χόλαντ.

Αντίθετα με ό,τι θα πίστευε κανείς (διαβάζοντας την παραπάνω λίστα) για τις επικές διαστάσεις του εγχειρήματος, αυτές βρίσκονται εκεί μόνο επειδή αυτό που διακυβεύεται είναι το τέλος του κόσμου. Οι Ρούσο δεν αφήνουν κανένα υπερήρωα να κλέψει την παράσταση. Χαρίζουν στον καθένα μια παιχνιδιάρικη είσοδο σύμφωνα με το πιο διακριτό χαρακτηριστικό του (τα μεγάλα εύσημα στην απολαυστική συνάντηση του Thor με τον Κουίλ), κανείς δεν υπολείπεται μιας μεγάλης σκηνής που του δίνει την ευκαιρία να σολάρει τόσο σε χιούμορ όσο και σε action και όμως κανείς δεν είναι πιο δυνατός, πιο ανίκητος, πιο ξεχωριστός από τους άλλους.

Πατώντας πάνω σε όσα σοφά δίδαξε ο Τζος Γουίντον στα δύο πρώτα μέρη των «Avengers» αλλά εξελίσσοντας αποφασιστικά το τι μπορεί να σημαίνει «blockbuster των blockbusters», αυτή είναι πριν από οτιδήποτε μια ταινία των Εκδικητών και ως τέτοια αναδεικνύει το κάθε ένα μέλος της ομάδας προκειμένου να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο. Και δεν εννοεί κανείς μόνο το «ένας για όλους και όλοι για έναν», αν και εδώ γίνεται σαφές με τον πιο συγκινητικό τρόπο πως κανείς από τους Εκδικητές δεν θα είναι ποτέ αναλώσιμος.

Οι Ρούσο επιλέγουν το τεχνικό genre της «ταινίας – κόνσεπτ». Ολη η διάρκεια του «Πολέμου της Αιωνιότητας» αναλώνεται σε μια και μόνο ιστορία που απλώνεται σε διαφορετικά σημεία – τόσο γεωγραφικά όσο και συναισθηματικά. Και με κέντρο βάρους τον Thanos, τοποθετούν τους υπερήρωες της Marvel σε μια τροχιά που σπάνια άγγιξε ο καθένας τους στις προσωπικές τους ιστορίες. Χωρίς υπερβολές, με τον ενθουσιασμό που έχει ένας φανατικός θαυμαστής των ηρώων και με μια αγνή διάθεση για καθαρό entertainment, ο «Πόλεμος της Αιωνιότητας» είναι εντυπωσιακός, αστείος, φαντασμαγορικός, περιπετειώδης, γεμάτος από (μικρότερες, μεγαλύτερες, ακόμη μεγαλύτερες) μάχες που ξεκινούν, κορυφώνονται, τελειώνουν και ξεκινούν ξανά.

Περισσότερο όμως απ’ όλα αυτά ο «Πόλεμος της Αιωνιότητας» είναι σκοτεινός (ήδη από την αρχική του σκηνή…). Ναι, τόσο σκοτεινός όσο επιτρέπει η φύση του franchise που βρίσκεται στο κέντρο του (και που ήταν πάντα πιο φωτεινό από το αντίστοιχο της ανταγωνίστριας DC Comics), αλλά και τόσο σκοτεινός ώστε η φιγούρα του Thanos να αντανακλά την σχεδόν μανιοκαταθλιπτική εμμονή ενός υπαρκτού ηγέτη που νομίζει ότι ξέρει ακριβώς πως να σώσει τον κόσμο – απλά καταστρέφοντάς τον.

Γύρω από το ογκώδες, σχεδόν αγαλμάτινο κορμί και πρόσωπο του Thanos (τα εύσημα σε μια από τις πιο ακριβείς ερμηνείες με την τεχνική του motion capture από τον Τζος Μπρόλιν), οι απόλυτοι ποπ σταρς της νέας κινηματογραφικής εποχής είναι προφανώς τα πανίσχυρα franchises τους, αλλά την ίδια στιγμή και οι τρωτοί υπερήρωες ενός κόσμου που πλέον (αν τους χρειάζεται) τους χρειάζεται όλους μαζί και ενωμένους προκειμένου να έχει μια ελπίδα.

Μετά τα «κλασικά» credits του τέλους, όταν πλέον έχεις αντιληφθεί πως η ταινία έχει τελειώσει και πως, ναι, αυτό το τέλος εγκρίθηκε από ένα στούντιο σαν αυτό της Marvel, είναι λογικό ότι στην σκηνή – έκπληξη, που αξίζει κανείς να περιμένει για να δει, δεν υπάρχει τίποτα αστείο, κανένα inside joke, καμία ανατροπή.

Παρά μόνο – ευτυχώς - χώρος για ακόμη περισσότερους ήρωες.