Τον Πάνο, τον αδελφό, άλλωστε, του Γιώργου Γούση, τον γνωρίσαμε πριν δυο-τρία χρόνια, με το βραβευμένο μικρού μήκους «Ο Χειροπαλαιστής». Η διαφορά στο άρθρο δεν είναι τυχαία. Οσο συγκεκριμένη ήταν εκείνη η ταινία, τόσο αυτή εδώ, η ανάπτυξή της σε μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, διευρύνει τους ορίζοντές της για ν' αγκαλιάσει τη βασική υπαρξιακή απορία, διατηρώντας τόσο το χιούμορ της, όσο και τον «χειροποίητο» χαρακτήρα της.
Ο ήρωας είναι ένας χειροπαλαιστής (μπρα ντε φερ σαν να λέμε), που αποφασίζει να φύγει από την πόλη της περιφέρειας όπου ζει και να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα. Μεγάλα όνειρα, μεγάλοι αγώνες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο ιδιοσυγκρασιακός χαρακτήρας του Πάνου έχει το ευάλωτο, την αμηχανία αλλά και την ελαφριά κωμικότητα κατά στιγμές, του «αταίριαστου», του ανθρώπου που όσο κι αν μεγαλώνει το γεωγραφικό του χώρο, δεν βρίσκει ακριβώς τη θέση του μέσα του. Η φρεσκάδα κι η ειλικρίνεια της ταινίας έρχεται αβίαστα: τόσο λόγω της οικειότητας του σκηνοθέτη με τον ήρωά του, όσο και γιατί ο ίδιος ο Πάνος δεν έχει ίχνος προσποίησης μπορστά στην κάμερα. Ακόμα κι η meta στιγμή της ταινίας, όπου ο Πάνος κι η φίλη του βλέπουν τη δική του μικρού μήκους ταινία, μοιάζει αθώα και χαριτωμένη.
Παρά τον τίτλο, λίγες είναι οι σκηνές που όντως αφορούν τη χειροπάλη - η... βιοπάλη είναι περισσότερο στο επίκεντρο της ταινίας. Εδώ το τερέν είναι ο κόσμος που κινείται με στερεότυπα, που αναζητά καλούπια και που σίγουρα δεν κάνει εύκολα τα πράγματα για τους ανθρώπους που δεν ταιριάζουν στο περίγραμμά τους. Κι αυτό η ταινία το λέει με μια ανάσα, με αυθορμητισμό και μια αξιαγάπητη αυτο-υπονόμευση, με τον μινιμαλισμό στα μέσα και μια αφαιρετικότητα, που έχουμε μάθει πια ν' αναγνωρίζουμε, σιγά-σιγά, στο έργο του Γιώργου Γούση - σκηνοθέτη. Μ' έναν χαρακτηριστικό κι εξαιρετικά συμπαθή συνδυασμό ποιητικότητας και πραγματισμού.