Η ιδανική βραδιά για την Ελι Κόνγουεϊ, συγγραφέα μιας σούπερ επιτυχημένης σειράς μυθιστορημάτων κατασκοπείας, είναι να αράζει σπίτι. Παρέα με τον γάτο και τον υπολογιστή της, μέσω του οποίου ξεδιπλώνει τις περιπέτειες του μυστικού πράκτορα Αργκαϊλ ανά τις ηπείρους και τον αγώνα του να ξεσκεπάσει ένα παγκόσμιο δίκτυο κατασκόπων. Κι ενώ έχει ήδη το έκτο βιβλίο της σειράς στα σκαριά, αλλά περνά κρίση έμπνευσης, πείθεται από τη μητέρα της να κάνει ένα διάλειμμα να πάει να την επισκεφθεί. Ομως στο τρένο θα καταλήξει με έναν μάλλον φλύαρο συνεπιβάτη που, πίσω από την χύμα και ιδιόρρυθμη περιβολή, κρύβει έναν πραγματικό κατάσκοπο. Ο Εϊνταν, μάλιστα, μοιάζει να γνωρίζει πολλά για το άτομό της.

Περιττό να πούμε πως το βαγόνι είναι γεμάτο εκτελεστές και έπεται πατιρντί (το δεύτερο set piece δράσης του φιλμ μετά την εναρκτήρια σεκάνς με φόντο -και μόνο- ελληνικό νησί και τους Χένρι Κάβιλ, Τζον Σένα και Ντούα Λίπα να εμψυχώνουν σκηνή από το πέμπτο βιβλίο), που θα αρχίσει να κάνει την Ελι να αμφισβητεί τι είναι αληθινό και τι όχι. Χώρια που σε κάθε κροσέ του Εϊνταν προς σαγόνια και κροτάφους ξεροσταλιάζει, νομίζοντας πως βλέπει τον Αργκαϊλ/Κάβιλ να την γλυκοκοιτάζει. Μα τι διάολο;

Το αίνιγμα θα λυθεί σιγά-σιγά (κοντά 2,5 ώρες είναι αυτές) κι ενόσω κάθε αποκάλυψη ακολουθείται κατά κανόνα από σκηνές δράσης που αψηφούν κάθε νόμο της φυσικής. Με άλλες, ευφάνταστα χορογραφημένες (ενίοτε στην κυριολεξία), διασκεδάζεις και με άλλες, προβλέψιμες και φορσέ, πλήττεις. Σε πείθει η μορφή της αλαφιασμένης μέσα στον σαματά Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, αλλά μονάχα στο πρώτο μισό του φιλμ και πριν ξεκινήσουν οι εξηγήσεις για την αληθινή της ταυτότητα, μαζί και η απορία σου για το κάστινγκ της. Ο περίγυρος, είτε για πιστούς συνεργάτες του διδύμου πρόκειται είτε για εγκεφάλους του εγκλήματος, θυμίζει κάτι ανάμεσα σε εκμοντερνισμένο Τζέιμς Μποντ του ‘70 και Οστιν Πάουερς. Τα κατοικίδια έχουν ρόλο καίριο, ακόμα και ψηφιακώ τω τρόπω. Αντικείμενα κοινής χρήσηςχρησιμεύουν μαγκαϊβερικά ως όπλα αφανισμού. Για τον αλά «Ανθρωπος από την Μαντζουρία» ελιγμό δε, ας μη γίνεται καλύτερα λόγος.

Για κομπολόι πρόκειται, οπότε τίποτα στραβό δε θα έβρισκε κανείς στα παραπάνω, αν μονάχα ο Μάθιου Βον, ο Βρετανός πίσω από το πρώτο «Kick-ass» και τα «Kingsman», φρόντιζε να κρατήσει το ύφος της ταινίας σε ένα επίπεδο πρωτίστως παρωδιακό. Αντ’ αυτού, όλο και περισσότερο μοιάζει να καταπιέζει την αυθάδεια και να εξυγιαίνει το χιούμορ του. Η Apple TV+, όπου θα προσγειωθεί το «Αργκαϊλ» μετά από ένα πρώτο τουρ στις αίθουσες, προπλήρωσε, λέει, 200 εκατομμύρια δολάρια για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης, απ’ όπου καλύφθηκε φυσικά και η παραγωγή. Ασε που σχεδιάζονται ήδη άλλες δύο συνέχειες και μια πιθανή «εμπλοκή» της ηρωίδας στο φραντσάιζ του «Kingsman». Μπροστά σε τέτοιους αριθμούς και προοπτικές, πώςνα κρατήσεις χαρακτήρα;