Υπάρχουν χοντρικά δύο λόγοι για να κάνεις ένα (δημιουργικό) ντοκιμαντέρ πάνω σε έναν καλλιτέχνη. Ο ένας είναι για να εμβαθύνεις στο έργο του μέσα από μια αναπάντεχη, προσωπική συχνά, ματιά, αναδεικνύοντας θεματικές που συναντούν και τη δική σου κοσμοθεωρία, μια καλλιτεχνική ισχύς εν τη ενώσει που ολοκληρώνει μια δυναμική σχέση ανάμεσα σε διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας δημιουργικής ανησυχίας. Ο άλλος είναι για να συστήσεις έναν καλλιτέχνη που για λόγους που ίσως εξηγήσεις, ίσως και όχι, δεν ανήκει ακριβώς στην ομάδα των διάσημων ή των ευρέως γνωστών ακόμη κι αν το έργο του είναι κριτικά αναγνωρισμένο, μέρος μιας τεράστιας κοινότητας καλλιτεχνών από κάθε μορφή τέχνης που δεν καταφέρνουν πάντα να περάσουν στο συλλογικό συνειδητό.

Ο Βιμ Βέντερς δεν διάλεξε ποτέ ανάμεσα στα δύο, αφού τα περισσότερα από τα ντοκιμαντέρ του πάνω σε (αγαπημένους του) καλλιτέχνες, υπήρξαν ταυτόχρονα και ένας λόγος να δει μέσα στο έργο τους πέρα από τα προφανή και μια αιτία για να τους γνωρίσει ο κόσμος (καλύτερα), σε όλο τους το μεγαλείο, ο καθένας με το δικό του χαρακτηριστικό στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει.

Σε μια μεγάλη λίστα που απαριθμεί από τον Νικόλας Ρεί στο «Lighning Over Water» του 1980 και φτάνει μέχρι τον Τζουλίανο Σαλγκάδο στο «The Salt of the Earth» του 2014, ο Βιμ Βέντερς συνάντησε φιλμικά, ανάμεσα σε άλλους, τον Γιασουζίρο Οζου (στο «Tokyo-Ga» του 1985), τον Γιόσι Γιαμαμότο (στο «Notebooks on Cities and Clothes»), τους Buena Vista Social Club (στο ομότιτλο ντοκιμαντέρ του 1999) την Πίνα Μπάους (στο «Pina» του 2011), φτιάχνοντας μια δική του πινακοθήκη από σπουδαίους, εμπνευστικούς καλλιτέχνες που διαπέρασαν τις κοινές διαστάσεις (και δεν εννοεί κανείς μόνο το 3D της «Pina») ενός «πορτρέτου», ανοίγοντας την εικόνα σε κάτι μεγαλύτερο που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια φιλοσοφική θεώρηση πάνω στην τέχνη και τη ζωή.

Το ίδιο κάνει και με τον Γερμανό Ανσελμ Κίφερ, έναν - θεωρητικά - λιγότερο γνωστό καλλιτέχνη στο ευρύ κοινό, όχι όμως λιγότερο επιδραστικά ή σημαντικό για τη σύγχρονη εικαστική γραφή, μνημειώδη για το μέγεθος των έργων του αλλά ακόμη περισσότερο για τον ωστικό αντίκτυπο της σχεδόν απτής εικονογραφίας του μέσα από υλικά όπως η στάχτη, το τσιμέντο, το ξύλο και αυτό που μένει τελικά από την εκμεταλλεύσιμη - μέχρι του σημείου της εξάντλησης - ύλη.

Το κινηματογραφικό σκηνικό του ατελιέ του - ένα παλιό εργοστάσιο μεταξιού στη Νότια Γαλλία που παραχωρήθηκε στον Κίφερ από τον Υπουργό Πολιτσιμού Ζαν Λανγκ το 1992 - γίνεται για τον Βέντερς σχεδόν ένας ναός με προσκυνήματα τα τεράστια ταμπλό των έργων του καθώς αυτά ξεδιπλώνουν κάτι περισσότερο από τα «κατακάθια της Ιστορίας» όπως έχουν μείνει γνωστοί οι τεράστιοι σε διαστάσεις πίνακες του - το μέγεθος μιας σκέψης που είναι σαφές ότι μπορεί να προβληματίσει, να αμφισβητηθεί, να προκαλέσει συζητήσεις αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.

Η εμμονή του Κίφερ με το Ολοκαύτωμα (κατηγορήθηκε στη Γερμανία για την αισθητικοποίηση της φρίκης), οι ακέφαλες γυναίκες που δεσπόζουν στο φιλμ, η εμμονή του με τις πρώτες ύλες της φύσης, η επιμονή με την οποία ο Βέντερς τον παρακολουθεί να εργάζεται και τελικά η διακριτική ιστορική διαδρομή της ζωής του (και της χώρας του) μέσα από το διαρκές τραύμα του ναζισμού, γίνονται στο ντοκιμαντέρ μια ακόμη διάσταση - περισσότερη από την τρίτη που δίνει στο φιλμ (όπως έκανε και τότε στην «Pina») μια πλαστικότητα που σε απομακρύνει από τη φρίκη την ίδια ώρα που σε φέρνει πιο κοντά. Σε ένα παιχνίδι με τον πολυσήμαντο όρο της «διάστασης» και τον ίδιο τον Κίφερ να μην λέει πολλά, αλλά τελικά να μοιράζεται τον κόσμο του χωρίς καμία περιστροφή, ο Βέντερς γοητεύεται (και παρασύρεται) από την εικόνα και την (αφόρητη - ειδικά στα έργα του Κίφερ) ομορφιά της, ωστόσο δεν ξεχνά να κοιτάζει διαρκώς στο κέντρο της καλλιτεχνικής φύσης που ανατέμνει.

Η βλοσυρή, σοβαρή, διαρκώς επιβλητική ατμόσφαιρα που ταιριάζει ωστόσο με την εργογραφία του Κίφερ κάνει το πορτρέτο του ταυτόχρονα μια θεώρηση πάνω στον τραύμα (διαρκές ζητούμενο στο έργο του) αλλά και μια διαρκή διαλεκτική πάνω στην Τέχνη, το μέγεθος της και την αινιγματική γοητεία της: καθώς υπενθυμίζει τη χειρότερη πλευρά του ανθρώπου, παραμένει ο μοναδικός δρόμος για τον εξανθρωπισμό του.