H Γκλόρια έχει αφήσει πίσω το σπίτι της, την έφηβη κόρη της και το μικρό της γιο στο Πράσινο Ακρωτήρι. Έχει μεταναστεύσει στο Παρίσι και μαζεύει χρήματα για να στέλνει στα παιδιά της και τους εργολάβους που της χτίζουν ένα μικρό παραθαλάσσιο ξενοδοχείο - το μέλλον της. Εδώ και λίγα χρόνια είναι η τροφός της Κλεό - μίας ασύλληπτης 6χρονης πιτσιρίκας με ανεξέλεγκτες κόκκινες μπούκλες και χοντρά μυωπικά γυαλιά. Η Κλεό ορφάνεψε από μητέρα από μωρό κι ο εργασιομανής πατέρας της την αγαπά, αλλά έχει αφήσει όλη την καθημερινότητα στην Γκλόρια. Αυτή είναι το γέλιο και η τιμωρία, αυτή η πρωινή εγρήγορση για το σχολείο και η αγκαλιά της καληνύχτας, αυτή το φιλί στην πληγή από παιδικό παιχνίδι.

Οταν όμως μαθαίνει ότι η 20χρονη πλέον κόρη της έμεινε έγκυος, η Γκλόρια πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα της και να βοηθήσει. Η Κλεό γκρεμίζεται. Είναι η μόνη μαμά που έχει γνωρίσει.

Για να απαλύνει τον πόνο, ο πατέρας της πείθεται να τη στείλει στο Πράσινο Ακρωτήρι για τις διακοπές του καλοκαιριού. Εκεί, η μικρή Κλεό θα μεγαλώσει απότομα. Θα δει τη φτώχεια, αλλά θα αναγνωρίσει και την έξω καρδιά των κατοίκων. Θα εισπράξει αγάπη από μια οικογένεια που δεν είναι η δική της και ταυτόχρονη ζήλεια από τα παιδιά που έχασαν την μητέρα τους για να αποκτήσει εκείνη μία ανάδοχη. Κι όταν γεννηθεί το μωρό, θα νιώσει κι η ίδια αυτή τη ζήλεια. «Αυτό είναι το δικό μου νανούρισμα» μιξοκλαίει στην Γκλόρια που προσπαθεί να κοιμίσει τον εγγονό της.

H Mαρί Αματσουκελί καταθέτει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο (είχε συνυπογράψει την σκηνοθεσία του «Party Girl») και δημιουργεί αμέσως ένα άξιο buzz στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, ενώ κερδίζει τον Χρυσό Αλέξανδρο Newcomers στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι αυτό, γιατί συλλαμβάνει με αφηγηματική επιδεξιότητα και σκηνοθετική αυτοπεποίθηση στην απλότητα τις λεπτές, γκρίζες περιοχές του παιδικού τραύματος. Η κάμερα της απλώς παρατηρεί, δεν σχολιάζει, την παιδική ψυχοσύνθεση - την ανάγκη για στοργή, τρυφερότητα, παρέα, παρουσία. Η μητρική απώλεια είναι παρούσα, αλλά τα συναισθήματα της ορφάνιας απεικονίζονται αέρινα, συμβολικά, με animation ιντερλούδια - κι όχι βαρύγδουπα. Η θερμοκρασία ανεβαίνει στη Βραζιλία, όταν η Κλεό νιώσει για πρώτη φορά ξένη κι ο κόσμος της συγκλονιστεί.

Η Ινιές Ταμπαρίν στη διεύθυνση φωτογραφίας ζεσταίνει τα ασφυκτικά κοντινά του μικρού κοριτσιού, ώστε το συναίσθημα να μην έχει δίοδο να ξεφύγει. Ενώ η Σουζάνα Πέντρο στο μοντάζ συλλαμβάνει επιδέξια τις κλεφτές μικροστιγμές ενός παιδιού, την ανεμελιά και τον πόνο του, τη διάσπαση προσοχής του και τις μνήμες του - όλα όσα θα είναι υπεύθυνα στο μέλλον για το χτίσιμο της προσωπικότητας του.

Το πραγματικό διαμάντι της ταινίας όμως είναι η πιτσιρίκα του. Η Λουίζ Μορό-Πανζανί ερμηνεύει την Κλεό με μία αξιοθαύμαστη, old soul ωριμότητα. Είναι αστεία, γλυκιά, εγωίστρια, πεισματάρα, εύθραυστη, αγνή, σοκαριστικά ιδιοτελής και εν δυνάμει κακόβουλη. Με άλλα λόγια, ένα 6χρονο παιδί. Μπροστά στα μάτια μας μεταμορφώνεται και μεγαλώνει (ενώ αρνείται να μεγαλώσει), χάνει την αθωότητα της, γεμίζει ενοχές, αποδέχεται την σκληρή της ενηλικίωση με ακόμα μία απώλεια.

Είναι αλήθεια ότι η Αματσουκελί δεν στέκεται μόνο στην προσωπική ιστορία. Ομως σε καμία περίπτωση η ταινία δεν κραυγάζει «μήνυμα». Μπορεί η ενοχή της αποικιοκρατίας ακόμα να στοιχειώνει την ιστορία και την οθόνη, η μεταναστευτική κρίση να αποκτά ένα άλλο φως, όμως όλα αποτελούν απλώς το πλαίσιο. Η καρδιά είναι παιδική και για αυτό απολύτως πιο πολιτική. Γιατί αυτή η καρδιά έμαθε να αγαπά, να διεκδικεί, να ραγίζει, να γιατρεύεται από μία γυναίκα ξένη. Αυτή η καρδιά θα μεγαλώσει και δε θα νιώθει τον ξένο όπως εμείς.