Βλέποντας τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, είναι δύσκολο να μην πάει το μυαλό σου τόσο στο «Luton», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, όσο και στα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο. Στο πρώτο, γιατί περιμένεις κι εδώ την ίδια δραματουργική έκρηξη στο τέλος, την σοκαριστική εκείνη κορύφωση που μετέτρεψε τον σκηνοθέτη σε μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του εγχώριου σινεμά. Στα δεύτερα, γιατί η αιχμηρότητα της κριτικής τους στον ύστερο καπιταλισμό της παγκόσμιας ύφεσης έχει γίνει πλέον το μέτρο σύγκρισης κάθε ανάλογης προσπάθειας. Προς τιμήν του, ο Μιχάλης Κωνσταντανάτος διαφοροποιείται με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και από τα δύο. Εκεί έγκειται η γοητεία του εγχειρήματός του, αλλά και οι αδυναμίες του.
Η εικόνα της μεγαλοαστικής πυρηνικής οικογένειας που διαμένει σε μια πολυτελή βίλα έξω από την Αττική υπονομεύεται από την αρχή. Υπάρχει κάτι το αδιόρατα απειλητικό παντού: τόσο στη γυναίκα που τρέχει κλαίγοντας και λαχανιάζοντας μέσα στο δάσος, όσο και στον άνδρα που καθαρίζει την πισίνα και παίζει με τον σκύλο, όσο ένας γείτονας τον παρατηρεί διερευνητικά. Η χαλασμένη αυτόματη πόρτα της εισόδου είναι άλλη μια ένδειξη ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Σταδιακά αποκαλύπτεται ότι οι υποψίες του θεατή βγαίνουν αληθινές. Η οικογένεια δεν κατοικεί κανονικά στη βίλα, αλλά ο σύζυγος δουλεύει εκεί ως φροντιστής-οικονόμος κι εκμεταλλεύεται την απουσία της πλούσιας ιδιοκτήτριας για να μένει στα κρυφά με τη σύζυγο και το παιδί τους. Κάθε φορά που εκείνη έρχεται για να μείνει στο σπίτι της μαζί με τους δύο τεράστιους γερμανικούς ποιμενικούς της, τους συμπεριφέρεται ευγενικά, αλλά με την υπεροψία ενός αφεντικού απέναντι στους υφισταμένους της. Εκείνοι φροντίζουν να σβήνουν κάθε ίχνος της παράνομης διαμονής τους κι επιστρέφουν στο μίζερο διαμέρισμά τους.
Ομως ήταν κάποτε κι αυτοί προνομιούχοι. Οι λιγοστές, αλλά καίριες πληροφορίες για την προηγούμενη ζωή τους στην Αθήνα εξηγούν τα κίνητρά τους. Εκείνος ήταν οικονομικός αναλυτής, εκείνη ιατρός- αναισθησιολόγος. Η κρίση τούς στέρησε από την ευμάρεια του παρελθόντος και τους περιόρισε σε μια υποδεέστερη στα μάτια τους ζωή, από την οποία θέλουν να ξεφύγουν. Η διαμονή τους στη βίλα είναι εκείνος ο παρασιτικός κρίκος που τους συνδέει με όλα όσα έχασαν. Κι όταν αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν να είναι οι αληθινοί ιδιοκτήτες της βίλας, είναι θέμα χρόνου πώς, πότε και με ποιό τίμημα θα αποκαλυφθούν.
Ο Κωνσταντάτος χτίζει από την αρχή ένα κλίμα αποξένωσης και απειλής, εκμεταλλευόμενος την αυστηρή γεωμετρία της βίλας και την λιτή εσωτερική της διακόσμηση και εστιάζοντας σε λεπτομέρειες, τόσο οπτικές (τα κάδρα με τις φωτογραφίες στους τοίχους που αποκαλύπτουν από νωρίς την αλήθεια, οι γείτονες στο βάθος πεδίου), όσο και ηχητικές (οι παραπλανητικοί ήχοι που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πυροβολισμοί ή ξεσπάσματα βίας, η ατονική μουσική επένδυση που προμηνύει διαρκώς μια επερχόμενη συμφορά), για να υποδηλώσει την αντίστροφή μέτρηση προς μία δυσοίωνη κλιμάκωση.
Με μία κλινικότητα που θυμίζει Χάνεκε, ανατέμνει στα κάδρα του τα μέλη μιας οικογένειας που προσπαθούν να επιβιώσουν από την οικονομική (και συνεπακόλουθα) κοινωνική καταστροφή, αποφεύγοντας να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο και την αλήθεια στα μάτια. Αντίθετα εμμένουν σε αδιέξοδες συμπεριφορές που το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους εγκλωβίζουν ακόμα περισσότερο στη δυσπραγία και να τους καθιστούν ανήμπορους να αντιδράσουν στη νομοτελειακή αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτό, όμως, που τόσο μεθοδικά και υπαινικτικά χτίζεται μέχρι το τελευταίο μέρος και την αναμενόμενη κορύφωση, τελικά έρχεται αναιμικά και υποτονικά με μια αποδραματοποιημένη αντι-κλιμάκωση, πιστή στο βραδυφλεγές χτίσιμο της ιστορίας, αλλά αμήχανη εν τέλει ως προς το σχόλιο της ταινίας για τις ταξικές (όσο και τοξικές) ανισότητες ενός ανθρωποφαγικού οικονομικού συστήματος και για το βάρος της ευθύνης που φέρει (δικαίως ή αδίκως) ο καθένας σε αυτό. Αυτά τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» είναι ένα ακόμα θετικό βήμα για το σκηνοθέτη τους, απουσιάζει, όμως, εκείνη η ορμή που θα μετέτρεπε το βήμα σε καλπασμό.